ΣΤΑ “ΑΔΥΤΑ” ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
της Χρυστάλας Ψαθίτη
“If anything is described by an architectural plan it is the nature of human relationships”
Robin Evans (1978), ‘Figures, Doors and Passages’
Τα κτίρια Ανωτάτων Δικαστηρίων παρόλο που δεν αποτελούν μέρος της καθημερινότητας για την πλειοψηφία των ανθρώπων, εντούτοις αποτελούν ενδιαφέρον τυπολογία κτιρίου καθώς ενσαρκώνουν τον τρόπο με τον οποίο η κάθε κοινωνία δομεί και ελέγχει τον εαυτό της. Το νομικό σύστημα (η περιγραφή του αλλά και ο τρόπος λειτουργίας του) μεταφράζεται σε χωρικές σχέσεις και προδιαγράφει ανθρώπινες συμπεριφορές δημιουργώντας κτίρια–εμβλήματα που είναι σχεδιασμένα με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε να αναγνωρίζονται εξωτερικά και να κατανοούνται εσωτερικά.
Το νομικό σύστημα μεταφράζεται σε χωρικές σχέσεις και προδιαγράφει ανθρώπινες συμπεριφορές δημιουργώντας κτίρια–εμβλήματα που είναι σχεδιασμένα με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε να αναγνωρίζονται εξωτερικά και να κατανοούνται εσωτερικά
Το κτίριο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου, σχεδιασμένο από τον αρχιτέκτονα Αλέξανδρο Λειβαδά, αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα κτιρίου-ορόσημου που καταφέρνει με ξεχωριστή μαεστρία να δηλώσει την παρουσία του στο αστικό σκηνικό της Λευκωσίας και ταυτόχρονα να υπαγορεύσει τον τρόπο λειτουργίας του εσωτερικά. Παρόλα αυτά, πριν ακόμα το κτίριο αποτυπωθεί στο χαρτί και στην συνέχεια υλοποιηθεί, είχε προδιαγεγραμμένο τον τρόπο λειτουργίας του και διατυπωμένο μέσα στους όρους του αρχιτεκτονικού διαγωνισμού. Όροι οι οποίοι και υπαγόρευαν τον διαχωρισμό των διαφόρων τύπων χρηστών αλλά και τον καθορισμό ορίων, ορίων βασισμένων σ’ ένα αυστηρό σχέδιο λειτουργίας υποβαλλόμενο από τον τρόπο άσκησης της δικαιοσύνης.
Οι επισκέπτες του Ανωτάτου Δικαστηρίου ξεκινώντας από το επίπεδο του δρόμου και ανεβαίνοντας σταδιακά μέχρι την γυάλινη και επιβλητική είσοδο περνούν σχεδόν από μια τελετουργική διαδικασία έτσι ώστε να εισέλθουν στο δημόσιο τμήμα του κτιρίου. Οι επισκέπτες με την είσοδο τους στο κτίριο μεταφέρονται σε ένα ελεύθερο από εμπόδια χώρο, με γυαλιστερές επιφάνειες και ομοιόμορφα παρατεταγμένους χώρους αναμονής. Πίσω από του χώρους αναμονής, βρίσκονται οι 13 δικαστικές αίθουσες που στέκονται στον χώρο σαν αυτόνομες οντότητες υποδηλώνοντας την διαφορετικότητα αλλά ταυτόχρονα και την σημαντικότητα τους. Όλες μαζί οι δικαστικές αίθουσες δημιουργούν μια ζώνη ορίου αλλά και διαπραγμάτευσης αφού αποτελούν μια ενδιάμεση ζώνη που χωρίζει αλλά ταυτόχρονα ενώνει τον χώρο δράσης των δικαστών και τον χώρο δράσης του κοινού. Το κτίριο ουσιαστικά μοιράζεται στα δύο τόσο μορφολογικά όσο και κοινωνικά αφού το κάθε μέρος του απευθύνεται σε διαφορετικές ομάδες χρηστών. Εδώ τίποτα δεν αφήνεται στην τύχη, ο τρόπος με τον οποίο εκφράζεται χωρικά η νομική διαδικασία υπαγορεύει ένα σχέδιο λειτουργίας που δεν αφήνει περιθώρια χαλάρωσης και εμπλοκής. Το μόνο σημείο στο οποίο επιτρέπεται η ανάμειξη των διαφόρων ομάδων χρηστών είναι ο χώρος της δικαστική αίθουσας – η δικαστική αρένα που φέρνει κοντά το κοινό με τα όργανα του νόμου.
Έχοντας ως βασικό γνώμονα την έννοια του ελέγχου αλλά και τον τρόπο άσκησης της δικαιοσύνης, τέτοιοι χώροι απαιτούν τον περιορισμό των κινήσεων και ταυτόχρονα την δημιουργία διαφορετικών συστημάτων διακίνησης για τις διάφορες ομάδες χρηστών.
Φέρνοντας στο προσκήνιο παραδείγματα όπως το Royal Courts of Justice στο Λονδίνο και ανατρέχοντας ένα αιώνα πίσω, αυτό που διαφαίνεται από την χωρική οργάνωση και των δύο παραδειγμάτων είναι ότι παρ’ όλες τις στιλιστικές και μορφολογικές προσεγγίσεις τα δύο κτίρια μοιράζονται κοινές χωρικές προδιαγραφές. Έχοντας ως βασικό γνώμονα την έννοια του ελέγχου αλλά και τον τρόπο άσκησης της δικαιοσύνης (που στην περίπτωση της Κύπρου και της Αγγλίας φαίνεται να μοιράζονται κοινές προδιαγραφές), τέτοιοι χώροι απαιτούν τον περιορισμό των κινήσεων και ταυτόχρονα την δημιουργία διαφορετικών συστημάτων διακίνησης για τις διάφορες ομάδες χρηστών. Απαιτούν την ύπαρξη δύο κόσμων, που συναντιούνται μονάχα σε ένα χώρο διαπραγμάτευσης και ανταλλαγής, στις αίθουσες του δικαστηρίου. Οι χωρικές συνθήκες των κτιρίων και κατά συνέπεια η φύση των ανθρώπινων συμπεριφορών μέσα σ’ αυτά αποτελούν τέλεια καθορισμένες και κατευθυνόμενες δράσεις που εδρεύουν γερά στον τρόπο που εκτελείται η νομική διαδικασία, οδηγώντας στην δημιουργία ενός ‘συντηρητικού’ λειτουργικά τύπου κτιρίου – τουλάχιστον για την ώρα.