ΚΑΤΟΙΚΙΑ Νo 17
MCA – Michael Cosmas Architecture
Μιχάλης Κοσμάς
2010 | Υλοποιημένο | 320 τ.μ.
Έγκωμη, Λευκωσία
Η ασυνήθης γραμμικότητα του τεμαχίου, σε συνδυασμό με την τοπογραφική ιδιαιτερότητα της περιοχής, παρείχαν την απαραίτητη δομή για την επανεξέταση του σύνηθες του προγράμματος (κατοικία με καθιστικό, κουζίνα, υπνοδωμάτια και γκαράζ), επιτρέποντας στο ‘σύνηθες’ να αντιμετωπίσει στιγμές χωρικής, γεωμετρικής και προγραμματικής πολυπλοκότητας. Το έδαφος παραμένει στα υφιστάμενα επίπεδα και εγκιβωτίζεται σε περιμετρικούς τοίχους αντιστήριξης από εμφανές σκυρόδεμα, ενώ το κτίριο στηρίζεται ή προβάλλεται πάνω από το έδαφος, σχηματίζοντας έτσι διαφορετικές, δυναμικές σχέσεις του μέσα με το έξω.
Το κτίριο επιχειρεί να οργανώσει μια σειρά από προθέσεις, όπως για παράδειγμα την δυναμική σχέση μεταξύ του κελύφους του κτιρίου και αυτής του προσανατολισμού, την βέλτιστη προσαρμογή των όγκων στη γεωμετρία του τεμαχίου αλλά και την διαδραστική επικοινωνία των εσωτερικών χώρων με το έξω, μέσα από μία σειρά μορφολογικών κινήσεων που συντάσσουν μια συνεχόμενη επιφάνεια, ως μία συμπαγή, συνεχή φόρμα.
Η κατοικία διαθέτει δύο κύρια επίπεδα. Στον όροφο οι χώροι είναι συγκεκριμένοι ως προς τις χρήσεις, ενώ στο ισόγειο προσφέρονται χώροι με μεγάλες δυνατότητες μεσοπρόθεσμων ή και μακροπρόθεσμων αναπροσαρμογών. Επιδιώκεται μία «χαλαρή» σχέση μεταξύ φόρμας και χρήσης (function following form), με τις χρήσεις να ανταποκρίνονται στην ευελιξία διαρρύθμισης των χώρων αλλά ταυτόχρονα και στις ιδιαιτερότητες της κάθε «περιοχής» της κατοικίας. Οι ιδιαιτερότητες πηγάζουν τόσο από τη γεωμετρία των όγκων, την σχέση με το έξω, την διαφοροποίηση της υφής των επιφανειών (διαφοροποίηση υαλοστασίων, ταβανιών, δαπεδοστρώσεων) κ.α.
House no.17
The uncommon linearity of the plot along with the topographical complexity of the area, provided the necessary grounds for the resetting of the banality of the brief (house with living space, kitchen, bedrooms and a garage), allowing for the ‘ordinary’ to confront moments of spatial, geometric and programmatic complexity. The ground is left as-is, tucked-in in the perimeter concrete walls, while the building, rises, ducks or hovers over it, to set up different interior to ground conditions, distant or immediate, formal or casual.
The building attempts to organize a series of intentions; for example the dynamic relationship between the shell and orientation, the optimal adjustment of the volumes to the site’s geometry, as well as the interactive relationship between the interior spaces and the outside, through a series of morphological gestures that compile a continuous surface, into a solid, continuous form.
The house has two main levels. The upper level offers spaces specific to their function, whereas at ground level carries a series of spaces with both short and long term potential for re-arrangements. The project attempts to develop a ‘loose’ relationship between form and function (function following form), with use responding to the flexibility of spaces, but also to the specificities of each ‘area’ of the house. The specificities arise from variables such as the relationship of spaces to the outside, the volumetric geometries, the differentiation of the material surfaces etc.