Κάτω από το Ρολόι: Είναι η αποικιακή αρχιτεκτονική “Κυπριακή”;
του Νίκου Πατσαβού
“Η Ανατολή είναι ένα αναπόσπαστο τμήμα του ευρωπαϊκού υλικού πολιτισμού και κουλτούρας.”[1] Με αυτά τα λόγια, ο Αμερικανο-Παλαιστίνιος ακαδημαϊκός και καθηγητής Πολιτισμικών Σπουδών στο ColumbiaUniversityEdwardW. Said, έρχεται να θέσει μια πολυσυζητημένη υπόθεση εργασίας που θέτει την παραγωγή της αποικιακής βρετανικής αρχιτεκτονικής στην Κύπρο υπό τη βάσανο των ακόλουθων αναγκαίων ερωτημάτων: Ποιες αναγκαιότητες οδήγησαν τη βρετανική αποικιακή διοίκηση στον καθορισμό μια συγκεκριμένης, ως προς τη στυλιστική, τυπολογική και υλική ταυτότητά της, αρχιτεκτονική στην Κύπρο; Με ποιο τρόπο η συγκεκριμένη αρχιτεκτονική πρακτική, ούσα καταρχήν πολιτισμική, συσχετίστηκε με το ευρύτερο πολιτικό και ιδεολογικό πλαίσιο παραγωγής της; Πώς όρισαν την “Κύπρο” οι αρχιτέκτονες (Βρετανοί και Κύπριοι) του Τμήματος Δημοσίων Έργων στο έργο τους και πώς η φανταστική (;) αυτή αναπαράσταση καθόρισε γενικότερα την αρχιτεκτονική στο νησί; Ποια η σημασία όλων των παραπάνω ερωτημάτων για ‘εμάς’ σήμερα;
Ποιες αναγκαιότητες οδήγησαν τη βρετανική αποικιακή διοίκηση στον καθορισμό μια συγκεκριμένης, ως προς τη στυλιστική, τυπολογική και υλική ταυτότητά της, αρχιτεκτονική στην Κύπρο;
Η ανάληψη της διακυβέρνησης από τους Βρετανούς, αρχικά έγινε αντιληπτή ως μια μάλλον προσωρινή κατάσταση, που μόνο μετά την πλήρη προσάρτηση της Κύπρου το 1925 οδήγησε σε μια συστηματική και ολοκληρωμένη πλέον μακροπρόθεσμη στρατηγική ένταξής της στην ευρύτερη λειτουργία και δομή της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Παρόλ’ αυτά, ήδη από το 1882, η νέα λεπτομερής χαρτογράφηση της Κύπρου από τον LordKitchenerσηματοδοτούσε τη σαφή πρόθεση καταγραφής της πραγματικότητας και, στη συνέχεια, αναδιοργάνωσής της με άξονα την προβολή στο χώρο της εν γένει πολιτικής ατζέντας για τη διαχείριση της νήσου. Ξεκινώντας από τη χωροταξία και περνώντας από όλες τις χωρικές κλίμακες, φτάνοντας στο επίπεδο του προσδιορισμού της μορφολογικής ταυτότητας της “κυπριακής” αρχιτεκτονικής, η βρετανική διοίκηση επιχείρησε αφενός να μεγιστοποιήσει τη σχέση κόστους/ ωφέλειας από την κατοχή της νήσου (εξάλλου, μια απλή ματιά στα Κρατικά Αρχεία της εποχής αρκεί για να μας αποδείξει ότι οι όποιες επενδύσεις σε δικτυακές και κτιριακές υποδομές αποσκοπούσαν, κυρίως, στην ενίσχυση της δυνατότητας ελέγχου και στη διευκόλυνση της εκροής πόρων από την Κύπρο προς τη Μεγάλη Βρετανία), αφετέρου να παράξει ένα ρητορικό γεγονός που θα αποδείκνυε αναδρομικά (μέσα από την επιστράτευση της, κατασκευασμένης ως προς την επιλογή των στοιχείων που ενέταξε, ιστορίας της κυπριακής αρχιτεκτονικής) την αποδέσμευση της πολιτισμικής ταυτότητας της Κύπρου από άλλες ανταγωνιστικές εθνικές ιδεολογίες, με προεξάρχουσα την ελληνική. Με λίγα λόγια, η Κύπρος έπρεπε να γίνει “Κυπριακή” για να καταστεί “Βρετανική”.
[…] ήδη από το 1882, η νέα λεπτομερής χαρτογράφηση της Κύπρου από τον LordKitchenerσηματοδοτούσε τη σαφή πρόθεση καταγραφής της πραγματικότητας και, στη συνέχεια, αναδιοργάνωσής της με άξονα την προβολή στο χώρο της εν γένει πολιτικής ατζέντας για τη διαχείριση της νήσου.
Το εγχείρημα αυτό, αρχικά ακολουθήθηκε μάλλον αμήχανα αφού δεν έλειψαν οι περιπτώσεις απευθείας μεταφοράς άλλων ‘ανατολικών’ προτύπων από τις ινδικές αποικίες της Αυτοκρατορίας. Στη συνέχεια όμως, κατέστη όλο και περισσότερο ακριβές στον τρόπο με τον οποίο ρυθμολογικά, τυπολογικά και κατασκευαστικά (πχ. με τη γενίκευση της χρήσης της κυπριακής πουρόπετρας) η αρχιτεκτονική στη νήσο εκλάμβανε μια διακριτή και αναγνωρίσιμη αρχιτεκτονική γλώσσα που δεν έμεινε απλά στα χέρια των αρχιτεκτόνων της διοίκησης, αλλά υιοθετήθηκε βαθμιαία τόσο από την τοπική άρχουσα τάξη (στο βαθμό που ενδεχομένως οι εκπρόσωποί της επιδίωκαν την ταύτιση με το νέο πολιτισμικό πρότυπο) αλλά διαχύθηκε και στις ‘ανώνυμες’ (sic) καθημερινές κατασκευές, μέσα και από την τεχνογνωσία που ενδιάμεσα οι ντόπιοι τεχνίτες είχαν εντάξει στις παραδοσιακές τους πρακτικές. Έτσι, αυτό που αρχικά ξεκίνησε ως μια πολιτική αναπαράσταση της κυπριακότητας, κατέστη τελικά μια εμπεδωμένη πραγματικότητα και, ως τέτοια, δε δύναται πλέον κανείς να αρνηθεί τη σημασία της για τον τόπο.
[…] το 1960 έφερε τους Κύπριους αρχιτέκτονες που ανέλαβαν την ανοικοδόμηση του νέου κράτους […] στην ανάγκη για έναν νέο ανα-προσδιορισμό του χαρακτήρα της Κυπριακής Αρχιτεκτονικής, μια προσπάθεια που, ενδεχομένως, τελεί ακόμα σε εκκρεμότητα.
Οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε την πολύπλοκη όσο και μοναδική διαδικασία παραγωγής της ταυτότητάς μας για να συμβάλουμε κριτικά στη διαρκή ανανέωση και αναπαραγωγή της.
Κλείνοντας το σύντομο αυτό ιστορικό σημείωμα, δε θα έπρεπε να αμελήσουμε την αναφορά τόσο στις μετατοπίσεις που παρουσίασε το όλο αυτό αφήγημα κατά τη διάρκεια της βρετανικής αποικιοκρατίας, ιδιαίτερα μεταπολεμικά, όσο και στοιχεία που θα μαρτυρούσαν τη συμβολική στάση του ίδιου του Κυπριακού λαού αλλά και των κύριων φορέων της “εθνικής ιδέας” στην Κύπρο πριν και μετά την ανεξαρτησία. Η κατάρρευση, στην πράξη, της Βρετανικής Αυτοκρατορικής Ιδέας μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οδήγησε το Η.Β. στην υιοθέτηση μιας πολύ πιο “τεχνοκρατικής” ιδεολογίας με άξονα, πλέον, τον ορθολογικό αμοιβαίο εκσυγχρονισμό της κοινωνίας και του χώρου. Ανάλογα δείγματα εμφανίστηκαν και στην Κύπρο (πχ. Σανατόριο Κυπερούντας, 1943 και, ακόμα πιο εμφανώς, Διαμερίσματα Αστυνομικών στην Ομορφίτα, 1958). Το νέο πολιτικό επιχείρημα πρόβαλε πλέον την αποτελεσματικότητα της βρετανικής διοίκησης ως τον κύριο λόγο νομιμοποίησής της. Αντίθετα, εκπαιδευτικοί και εκκλησιαστικοί κύκλοι στη νήσο, προέτασσαν, και αρχιτεκτονικά, τη γλώσσα του νεοκλασικισμού στο βαθμό που αυτή συμβόλιζε το ‘εθνικό κέντρο’ και την ελληνικότητα της Κύπρου. Η τελική αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Κύπρου το 1960 έφερε τους Κύπριους αρχιτέκτονες που ανέλαβαν την ανοικοδόμηση του νέου κράτους, αλλά και τους ξένους αρχιτέκτονες που συμμετείχαν σε πολλές από τις διεθνείς προσπάθειες υποστήριξής του, στην ανάγκη για έναν νέο ανα-προσδιορισμό του χαρακτήρα της Κυπριακής Αρχιτεκτονικής, μια προσπάθεια που, ενδεχομένως, τελεί ακόμα σε εκκρεμότητα. Οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε την πολύπλοκη όσο και μοναδική διαδικασία παραγωγής της ταυτότητάς μας για να συμβάλουμε κριτικά στη διαρκή ανανέωση και αναπαραγωγή της.
[1]Said, Edward. “Εισαγωγή”, στο: Χ. Βλαβιανός (μτφ.), Οριενταλισμός, Νεφέλη, Αθήνα: 1996 [1978], σελ. 12