Μετά το Μετά, τι;
του Νίκου Πατσαβού
Στην προηγούμενη, θερινή, ανάρτηση της παρούσας στήλης, αλλά και σε σειρά άλλων επίκαιρων συζητήσεων και θέσεων 1 , έχει ήδη επισημανθεί η κεντρική σημασία των ξενοδοχειακών εγκαταστάσεων στο εγχείρημα του εκσυγχρονισμού της Κύπρου μετά την Αυτονομία. Αυτό διαφαίνεται τόσο μέσα από τη λίστα του do.co.mo.mo με τα σημαντικότερα μοντέρνα κτίρια και σύνολα στην Κύπρο 2, όπου προτάσσονται έργα όπως τα Amathus Hotel, Aspelia Hotel, Golden Sands Hotel και Salamis Bay Hotel, όσο και με βάση την έγκυρη παλαιότερη έκδοση του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων Κύπρου και άλλων σχετικών φορέων με τίτλο “Μαθαίνοντας από την Κληρονομιά του Μοντέρνου”, όπου εντάσσονται κτίρια που ορίζουν ευρύτερα το πεδίο, πχ. το Nicosia Hilton και το Hotel Grecian Park στην Αμμόχωστο. Σύμφωνα με την Παναγιώτα Πύλα, “η εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας το 1960… [συνοδεύτηκε από] έναν οικοδομικό οργασμό [που] ήρθε όχι μόνο μέσα από το όραμα της καταξίωσης ενός καινούργιου κράτους, αλλά και ως αποτέλεσμα μιας ραγδαία αναπτυσσόμενης τουριστικής βιομηχανίας… και αντικατοπτρίζει διεθνή ρεύματα αναθεώρησης του Μοντερνισμού.” 3 Μέχρι το 1974, η ανάπτυξη αυτή επικεντρώθηκε στην προνομιακή από πλευράς φυσικού και μνημειακού κάλλους περιοχή της ευρύτερης Αμμοχώστου, ενώ στη συνέχεια, μετά την εισβολή, ανάλογες ενέργειες συγκεντρώθηκαν στις άλλες παράλιες πόλης του νησιού, εν πολλοίς από πρόσφυγες που μετέφεραν στις ελεύθερες περιοχές τη σχετική τεχνογνωσία. Το κτιριακό αυτό δυναμικό εξακολουθεί να αποτελεί ένα σημαντικό κεφάλαιο της σύγχρονης (υπό την ευρεία έννοια) αρχιτεκτονικής στην Κύπρο, θέτει δε σειρά θεμάτων, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τον μεγάλο αριθμό ξενοδοχειακών εγκαταστάσεων που παραμένουν είτε στην τουρκοκρατούμενη είτε στην περίφρακτη ζώνη 4 . Σωρεία μεταγενέστερων παρεμβάσεων, είτε από τους νόμιμους είτε από παράνομους νομείς και κατόχους των ιδιοκτησιών αυτών, έχουν αλλοιώσει σε μεγάλο βαθμό το χαρακτήρα των εν λόγω έργων, όταν αυτά δεν έχουν απλά εγκαταλειφθεί στο έλεος των καιρικών φαινομένων και των πολιτικών εξελίξεων, όπως δηλαδή στα Βαρώσια, προσφέροντας, στην τελευταία αυτή περίπτωση, ένα μοναδικό ίσως σε διεθνή κλίμακα, παράδειγμα ενός μοντέρνου ερειπίου αστικής κλίμακας. 5 Όπως ρητά επισημαίνει ο Ζήνων Σιερεπεκλής, αναφερόμενος καταρχήν στο παράδειγμα του Περιπτέρου στο Δημόσιο Κήπο Λεμεσού, “τα μορφολογικά και κατασκευαστικά του χαρακτηριστικά διατηρούν μέχρι σήμερα τις αιώνιες αξίες της αληθινής αρχιτεκτονικής έστω κι αν βέβηλα χέρια το έχουν πολλαπλά βιάσει τα τελευταία χρόνια. Και δυστυχώς αυτή η τραγική αλήθεια ισχύει σχεδόν για όλα τα λαμπρά παραδείγματα που μνημόνευσα παραπάνω.” 6 Πού θα εστιάζαμε, έστω δειγματοληπτικά, για να καταδείξουμε τις διαστάσεις του προβλήματος και ποια περαιτέρω ερωτήματα θα μπορούσαν να αναδειχθούν; Τι άλλο αναδεικνύει αυτό το νέο επεισοδιακό όσο και λαμπρό κομμάτι της πολύπλοκης σχέσης μας με το μοντέρνο μας εαυτό; Και, για να μεταφέρουμε το όποιο αναμενόμενο συμπέρασμα, ένα σκαλί πιο κάτω, δεδομένου του αχαρτογράφητου ιστορικά και θεωρητικά ακόμα πεδίου με το οποίο ασχολούμαστε, ποια θα μπορούσε να είναι η ενδεδειγμένη μέθοδος μελέτης του όλου θέματος;
Τι εξέφραζε η αρχιτεκτονική της αρχικής μοντέρνας φάσης του ξενοδοχείου; Τι εκφράζει η παρούσα; Πώς μπορούμε να κατανοήσουμε ευκρινέστερα τη διαδικασία που οδήγησε από τη μία κατάσταση στην άλλη;
Το Salamis Bay Hotel, έργο του Σταύρου Οικονόμου στη Σαλαμίνα της Επαρχίας Αμμοχώστου (1970-73), προσφέρει ένα εύγλωττο παράδειγμα. Το έργο αυτό κρίνεται ως σημαντικό αλλά και αντιπροσωπευτικό για τους ακόλουθους λόγους: η αρχιτεκτονική του ταυτότητα είναι χαρακτηριστική των εμπεδωμένων διεθνιστικών μοντέρνων τάσεων της αρχικής περιόδου μελέτης και ανέγερσής του, η κλίμακά του -κτιριακά και επιχειρηματικά- είναι σημαντική (κατηγορία 5*, χωρητικότητα 960 κλινών), η θέση του σε μια από τις πλέον ειδυλλιακές όσο και ιστορικές περιοχές της Κύπρου το ξεχωρίζει, ενώ, σίγουρα, η εξέλιξή του, μετά τις τελευταίες παρεμβάσεις κατά τη λειτουργία του πλέον ως Salamis Bay Conti Resort Hotel, εκφράζει … υποδειγματικά τις νέες αντιλήψεις για την τουριστική αρχιτεκτονική καταρχήν στην κατεχόμενη περιοχή, αλλά, ενδεχομένως και ευρύτερα, τόσο δηλαδή στην ελεύθερη Κύπρο όσο και διεθνώς. Σε αναλυτική μελέτη των Devrim Yücel Besim, Marco Kiessel και Asu Tozan Kiessel 7, η τουριστική ανάπτυξη στα κατεχόμενα σήμερα εδάφη εμφανίζεται να ακολουθεί ιστορικά τέσσερις φάσεις: 1960-1974/ ανέγερση των πρώτων μοντερνίστικων (Ελληνοκυπριακών στην απόλυτη πλειονοψηφία τους) ξενοδοχείων, 1975-1998/ “επανάχρηση” των υφιστάμενων υποδομών, 1998-2003/ άνοιγμα νέων καζίνο-ξενοδοχείων και 2004-σήμερα/ ραγδαία εξάπλωση του τουριστικού εποικισμού της βόρειας Κύπρου “μετά την ανακοίνωση του σχεδίου Ανάν”. Οι τρεις τελευταίες φάσεις χαρακτηρίζονται από μια ολοένα και εντονότερη ελευθεριάζουσα κλασικότροπη τάση στυλιστικής επένδυσης παλαιών και νέων κτιριακών κελυφών, ενώ ελάχιστα από τα κτίρια αυτά φαίνονται να εμφανίζουν συμβολικές αναφορές σε μια διακριτή ‘τουρκικότητα’. Το Salamis Bay προτείνεται ως ένα από τα δύο χαρακτηριστικότερα δείγματα της δεύτερης φάσης κατά την οποία, ιδιαίτερα μετά και τη μεταγενέστερη προσθήκη καζίνο, το συγκρότημα συνολικά απέκτησε μια ολότελα διαφορετική ταυτότητα με παρεμβάσεις που αφορούν τόσο τις όψεις του όσο και την τυπολογία-οργάνωση των χώρων (πχ. δόμηση ημιυπαίθριων χώρων). Στο σημείο αυτό ένα πρώτο συμπέρασμα που προκύπτει είναι η επιβεβαίωση της προαναφερθείσας ρήσης Σιερεπεκλή. Ταυτόχρονα, προβάλει και η ανάγκη μιας νέας μεθόδου κατάλληλης να επιτρέψει την ανάδειξη της διαδικασίας “απο-αρχιτεκτονοποίησης” της μοντέρνας ξενοδοχειακής αλλά και εν γένει αρχιτεκτονικής της Κύπρου κατά τη μεταμοντέρνα περίοδο για την οποία επί της ουσίας μιλάμε εδώ. Στη βάση αυτή, το θέμα μετατοπίζεται στο επίπεδο της πολιτισμικής ερμηνείας του “εκτεταμένου μετασχηματισμού της “μοντέρνας κληρονομιάς” σε μαζική κουλτούρα”.8 Τι εξέφραζε η αρχιτεκτονική της αρχικής μοντέρνας φάσης του ξενοδοχείου; Τι εκφράζει η παρούσα; Πώς μπορούμε να κατανοήσουμε ευκρινέστερα τη διαδικασία που οδήγησε από τη μία κατάσταση στην άλλη;
Η αρχιτεκτονική μετά την Ανεξαρτησία τονίζει τη διεθνιστική-διεθνοποιημένη και σύγχρονη, ενταγμένη στη διεθνή ταυτότητα και προβληματική, Κύπρο.
Ως υπόθεση εργασίας, σε σχέση με τα δύο καταρχήν από τα τρία τελευταία ερωτήματα, η απάντηση εντοπίζεται στη διαπίστωση ότι και οι δύο αρχιτεκτονικές μορφολογίες δεν εκφράζουν απαραίτητα μια διαφορετική ανάγνωση της τοπικής ταυτότητας αλλά μια διεθνή εικόνα του τουριστικού, ή, ακριβέστερα, του τοπικού ως πεδίο προβολής του τουριστικού συμβόλου. Το Salamis Bay, και στις δύο φάσεις του, απλά… μοιάζει με ξενοδοχείο! Η αρχιτεκτονική μετά την Ανεξαρτησία τονίζει τη διεθνιστική-διεθνοποιημένη και σύγχρονη, ενταγμένη στη διεθνή ταυτότητα και προβληματική, Κύπρο. Επιχειρεί την υπέρβαση των ετεροτήτων που ορίζουν τον τόπο και την ταύτιση με το σύγχρονο-υπερτοπικό. Αυτά βέβαια σε επίπεδο ‘μορφολογικό’, οπότε και το διεθνές καθίσταται εντέλει, μέσω της αναπαραγωγής του, μια ‘ρυθμολογία’, μια γλώσσα της μορφής, ένα κατεστημένο, τελικά, στυλ. Από την άλλη, σε επίπεδο χωρικής οργάνωσης, λειτουργιών, στατικών φορέων και υλικότητας, ενδεχομένως οι τοπικές διαστάσεις εμφανίζονται με αρκετά διαφορετικό τρόπο. Ποιο θα μπορούσε λοιπόν, αν υποθέσουμε ότι υφίσταται ένα είδος φυσικής νομοτέλειας στις αρχιτεκτονικές και ιδεολογικές εξελίξεις, να είναι το επόμενο βήμα; Υπάρχει κάποια βάσιμη υποψία-ελπίδα ότι ένας νέος Howard Roark θα ερχόταν αν απελευθερώσει ηρωικά, ‘μόλις μετά/ λίγο πριν’, το ευτελισμένο κτίριο και την αρχιτεκτονική του μορφή από το λαϊκιστικό όνειδος; 9 Γίνεται άμεσα αντιληπτό ότι τέτοιου είδους υποθέσεις δεν μπορούν εύκολα να αποτελέσουν αντικείμενο τεκμηριωμένης έρευνας, στο βαθμό τουλάχιστον που, επί του παρόντος το εν λόγω φαινόμενο μάς είναι μάλλον επιδερμικά (όπως οι κλασικότροπες όψεις που τον ντύνουν) αντιληπτό. Συνεπώς, τονίζεται και πάλι η ανάγκη, αντί οποιουδήποτε άλλου επισπευσμένου συμπεράσματος, της επαρκούς μεθόδου.
Η κλήση του Λε Κορμπυζιέ από τον βιομήχανο Henri Fruges να αναλάβει την ανέγερση ενός βιομηχανικού εργατικού οικισμού στο Πεσάκ, θεωρήθηκε από τον ίδιο τον αρχιτέκτονα ως μια λαμπρή ευκαιρία ανάδειξης και εκμετάλλευσης των δυνατοτήτων που προσφέρει η βιομηχανοποίηση της δόμησης για την επίλυση των σύγχρονων στεγαστικών αναγκών. Ο οικισμός αυτός, στο μέτρο που, ήδη από τη στιγμή της υλοποίησής του, συνάντησε την αρνητική κριτική πολλών ειδικών και μη, και ιδιαίτερα μετά τις διαδοχικές ριζικές τροποποιήσεις που επέβαλαν οι ίδιοι οι κάτοικοί του, έχει απασχολήσει έντονα την αρχιτεκτονική θεωρία και κριτική, με προεξάρχουσες τις μελέτες του Philip Boudon και της Anita Aigner. 10 Το ζήτημα, κατά τα τελευταία χρόνια έχει περιπλεχθεί ακόμα περισσότερο μετά την πρόσφατη κήρυξη του οικισμού ως σύγχρονο μνημείο, γεγονός που έχει διχάσει τους κατοίκους ανάμεσα σε εκείνους που υποστηρίζουν την επιστροφή στην αρχική κορμπυζιανή φάση και σε εκείνους που αντιμάχονται την προοπτική αυτή σθεναρά. Η έριδα αυτή απασχολεί έντονα και τη σχετική θεωρία διαχείρισης της μοντέρνας κληρονομιάς και των υβριδίων που έχουν, στις πλείστες περιπτώσεις, φτάσει στα χέρια μας σήμερα.
είναι αναγκαίο […] να καλλιεργηθεί μια πιο συστηματική μελέτη του τρόπου συμμετοχής των ίδιων των ‘χρηστών’ [στο αρχιτεκτονικό έργο]
Καταπιανόμενος με το παράδειγμα αυτό, ο αρχιτέκτονας Σωκράτης Γιαννούδης, επιχειρεί την αναγωγή του προβλήματος στο επίπεδο μιας νέας μεθόδου εξέτασής του βασισμένης σε μια αρχιτεκτονική απόδοση της, ήδη γνωστής στο πεδίο της κοινωνιολογίας της τεχνολογίας, “θεωρίας των δραστών-δικτύων¨” (actor-network theory/ ANT) των Bruno Latour, John Law και Michel Callon. Μέσα από αυτήν την οπτική, ο Γιαννούδης υιοθετώντας και άλλα εννοιολογικά εργαλεία όπως η ανάλυση του κώδικα/κειμένου/σεναρίου (script analysis) έρχεται να δοκιμάσει μια θεώρηση “ενός κτιρίου ως ένα ‘πράγμα’, δηλαδή, ως ένα ‘διαφιλονικούμενο πεδίο’ εκδήλωσης ρευστών μετασχηματισμών και περίπλοκων συσχετισμών”. Με τον τρόπο αυτό, προτείνεται η μελέτη της αρχικής εγγραφής και παρεπόμενης απ-εγγραφής, επαν-εγγραφής του κώδικα κατοίκισης του κτιρίου τοποθετώντας τις προθέσεις του αρχιτέκτονα-δημιουργού στο δυναμικό πλαίσιο της διαρκούς επαν-ερμηνείας και ανάγνωσής του. Έτσι, το αρχιτεκτονικό έργο αντιμετωπίζεται, πέραν (και όχι σε αντίθεση) των καθαυτών πρωτότυπων χαρακτηριστικών του, ΚΑΙ ως ένα σύνθετο τεχνούργημα που διαμεσολαβεί (με τη δική του υποκειμενικότητα) ενεργά ανάμεσα στους “δράστες” των κοινωνικών (παραγωγικών και συμβολικών/καταναλωτικών) χωρικών διεργασιών. Όπως προκύπτει και από πλήθος κοινωνιολογικών μελετών, όπως Η Παραγωγή του Χώρου του Henri Lefebvre και Η Πρακτική του Καθημερινού Βίου του Michel de Certeau, 11 είναι αναγκαίο η [αρχιτεκτονική] θεωρία να μην περιορίζεται στην κριτική του αρχιτεκτονικού έργου με άξονα τα εσωτερικά κριτήρια συνθετικής και μορφολογικής ορθότητας, αλλά να καλλιεργηθεί μια πιο συστηματική μελέτη του τρόπου συμμετοχής των ίδιων των ‘χρηστών’ σε αυτό. Από εκεί και πέρα, η ίδια η τελική αξιολόγηση του έργου (πριν και μετά την παρέμβαση των χρηστών) είναι ζήτημα, επί του παρόντος ιδεολογικό. Απαιτείται συνεπώς μια μεθοδολογική υπέρβαση που θα επιτρέψει, σε δεύτερο χρόνο, την ψύχραιμη, συνειδητή (αν και όχι τελικά απαραίτητα διαφορετική) αναθεώρηση της ζωής του αρχιτεκτονικού έργου μετά το ‘συγγραφέα’ του και, τελικά, μετά και από τον ίδιο τον ‘αναγνώστη’. Αυτό που καταδεικνύεται είναι η άμεση ανάγκη για νέα χωρικά πρωτόκολλα που θα εγγράφουν ήδη από την αρχή σενάρια κατοίκισης ανοικτά στη δημιουργική όσο και αναγκαία μεταβολή και παρεμβολή. Η μεταμοντέρνα επίθεση στην αρχιτεκτονική ορθοέπεια δεν αποτελεί παρά ένα στάδιο στην πορεία προς τη συνειδητοποίηση της ‘επιστροφής’ στη μοντέρνα συνθήκη με μια νέα συνείδηση. Αυτή όμως τελικά δεν είναι μια απάντηση. Μάλλον έχει τη διάσταση ενός νέου, ακόμα μεγαλύτερου ερωτήματος., και, με αυτήν την έννοια, το συμπέρασμά μας έχει τη μορφή ενός ανοικτού καλέσματος για νέες σχετικές έρευνες.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
- 1. Βλ. ενδεικτικά, δημοσίευση του Φειδία Παυλίδη στο CY-ARCH για το ξενοδοχείο AMATHUS HOTEL, έργο των Φώτη Κολακίδη και The Architects Collaborative στη Λεμεσό και συζήτηση στο διαδικτυακό ‘τοίχο’ της συναδέλφου Στέλλας Ευαγγελίδου. Σταθμό στο διάλογο αυτό αποτέλεσε, ασφαλώς, η Κυπριακή Συμμετοχή στη 13η Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας, βλ. Χριστοδούλου, Χάρης και Σπύρου, Σπύρος, REVISIT: customising toursim, National Participation of Cyprus, Ministry of Education and Culture-Cyprus Architects Association-Cyprus Civil Engineers+Architects Association, Nicosia: 2012.
- 2. “Cyprus – 100 [Most] Important Buildings, Sites and Neighbourhoods”, ISC Registers, Docomomo International – docomomo Cyprus © http://issuu.com/docomomo.cyprus/docs/_importantbuildingsdocomomocy/ 01.08.2014, σελ. 10.
- Πύλα, Παναγιώτα. “Μοντερνισμός, Εκμορντενισμός, και η Μέση Ανατολή στα μέσα του 20ού αιώνα”, στο: Αιμ. Μιχαήλ, Στ. Φεραίος, Χρ. Κωνσταντίνου (επιμ.), Μαθαίνοντας από την κληρονομιά του Μοντέρνου/ Learning from the Heritage of the Modern, Ευρωπαϊκές Μέρες Κληρονομιάς/ European Heritage Days, Υπουργείο Εσωτερικών/ Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως-Σύλλογος Αρχιτεκτόνων Κύπρου-Σύνδεσμος Πολιτικών Μηχανικών+Αρχιτεκτόνων Κύπρου, Λευκωσία: 2009, σελ. 37. Αναφερόμενη σε αναθεωρητικές τάσεις, η συγγραφέας δεν εννοεί προφανώς τον μεταμοντερνισμό αλλά το ενδιάμεσο στάδιο κριτικής αναθεώρησης του μοντερνισμού, μεταπολεμικά, πριν τη συμβολική κατάρρευσή του στα ερείπια του Pruitt-Igoe στο Saint-Louis.
4 Ministry of Foreign Affairs of the Republic of Cyprus, MEMORANDUM: Ownership Status of Hotels and Other Accommodation Facilities in the Occupied Part of the Republic of Cyprus.
5 Η ιδιαιτερότητα αυτή έχει απασχολήσει έντονα την Επιτροπή Επανεγκατάστασης Αμμοχώστου. Με βάση και πρόσφατες δηλώσεις του Προέδρου της Αρχιτέκτονα Νίκου Μεσαρίτη, το γεγονός αυτό αποτελεί μια πρόκληση τόσο πολεοδομικά και αρχιτεκτονικά όσο και τεχνολογικά, δεδομένου ότι η περιοχή των Βαρωσίων μπορεί να θεωρηθεί ως ένα μοναδικό ‘πείραμα’ αντοχής και συμπεριφοράς των μοντέρνων οικοδομικών υλικών και δομικών συστημάτων. Τούτο συνεπάγεται ότι, πριν την όποια παρέμβαση και την ευκταία επιστροφή των κατοίκων στην πόλη, επιβάλλεται η μελέτη όλων των παραπάνω διαστάσεων της περιοχής.
6 Ο Ζήνων Σιερεπεκλής συμμετείχε και αυτός στο συλλογικό έργο Μαθαίνοντας από την κληρονομιά του Μοντέρνου, με το κείμενο “Διαδρομές της Μεταπολεμικής Αρχιτεκτονικής στην Κύπρο”, όπου και η εν λόγω διαπίστωση, βλ. σελ. 45.
7 Besim, Devrim Yücel-Kiessel, Marco και Kiessel Asu Tozan, “Postmodernist Hotel-Casino Complexes in Northern Cyprus”, στο: METU JFA 2010/1 (27:1), σελ. 103-123 με ιδιαίτερη αναφορά στο Salamis Bay Hotel στη σελίδα 105 αλλά και στο συνοδευτικό πίνακα δεδομένων της σελίδας 108.
8 Τζιρτζιλάκης, Γιώργος. “Αυτονεωτερικότητα”, στο: Αιμ. Μιχαήλ, Στ. Φεραίος, Χρ. Κωνσταντίνου (επιμ.), Μαθαίνοντας από την κληρονομιά του Μοντέρνου/ Learning from the Heritage of the Modern, Ευρωπαϊκές Μέρες Κληρονομιάς/ European Heritage Days, Υπουργείο Εσωτερικών/ Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως-Σύλλογος Αρχιτεκτόνων Κύπρου-Σύνδεσμος Πολιτικών Μηχανικών+Αρχιτεκτόνων Κύπρου, Λευκωσία: 2009, σελ. 8.
9 Η πιο εύγλωττη ίσως έκφραση της ηθικής, όπως τη θεωρεί η συγγραφέας Ayn Rand, διάστασης μεταξύ της μοντερνίστικης στυλιστικής ‘καθαρότητας’ και της’ λαϊκιστικής’ επίκλησης του κλασικού, ως τμήμα της διαρκούς σύγκρουσης ‘ελευθερίας και ολοκληρωτισμού’, έχει εμφανιστεί στο λογοτεχνικό έργο της με τίτλο The Fountainhead καθώς και στην ομώνυμη κινηματογραφική ταινία του King Vidor με τον Garry Cooper. Ο Howard Roark, νεαρός ασυμβίβαστος αρχιτέκτονας, έρχεται σε μια αποφασιστική ρήξη με το ακαδημαϊκό, επιχειρηματικό, δημοσιογραφικό και κοινωνικό κατεστημένο της πόλης του. Σε μια επεισοδιακή εκρηκτική πορεία με πολλές διακυμάνσεις μέχρι την οριστική δικαίωση και εξύψωση “πέρα από τον ουρανό” (κατά την ελληνική μετάφραση του έργου), ο ταλαντούχος ήρωας, περνά από μια σειρά δοκιμασιών που φέρνουν, τόσο τον ίδιον όσο και την πόλη σε μια οριακή κατάσταση κρίσης. Το πραγματικό διακύβευμα ορίζεται ως η ανάγκη του ανθρώπου να τιμά τις προσωπικές του επιλογές προκειμένου να μπορέσει να προσφέρει στην κοινωνία αληθινά. Ο μοντερνισμός, υπ’ αυτήν την έννοια, παρουσιάζεται ως το πλαίσιο που προσφέρει στον αρχιτέκτονα το περιθώριο για μια δημιουργία απελευθερωμένη από τα συντηρητικά όσο και υποκριτικά δεδομένα της ψευδεπίγραφης παράδοσης. Η συνέχεια… επί της οθόνης.
10 Philip Boudon, Lived-in Architecture: Le Corbusier’s Pessac Revisited. Lund Humphries, London: 1972 και Anita Aigner, “Transformation unwanted! Heritage-making and its effects in Le Corbusier’s Pessac estate”, στο: D. Maudlin και Marcel Vellinga (επιμ.), Consuming Architecture: On the Occupation, Appropriation and Interpretation of buildings, Routledge, London: 2014, σελ. 70-88. Για περισσότερα, βλ. Socrates Yiannoudes, “Architecture as a Τime-based Αgent: Εxamining the Τransformational Potential of Space from a Social-Technological Perspective”, στο: International conference ‘Time, Space and the Body’, Mansfield College, Oxford, 7–9 September 2014. Oxford: Inter-Disciplinary Press, 2014 (eBook). Στο κείμενο αυτό οφείλονται και τα αποσπάσματα που στοιχειοθετούν την τελευταία ενότητα της παρούσας δημοσίευσης.
11 Στη μελέτη του, ο Γιαννούδης αναφέρεται ιδιαίτερα στις επισημάνσεις των: Lefebvre, Henri. The Production of Space. D. Nicholson-Smith (μτφ.), Blackwell, Oxford: 1991, και de Certeau, Michel. Practice of Everyday Life. University of California Press: 1984 στις οποίες, μεταξύ άλλων αναφορών και πηγών, θεμελιώνει την ανάγκη για μια νέα μέθοδο προσέγγισης του προβλήματος.