MEMORANDUM UTZON
ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ ΕΝΟΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΑ
Του Ζήνωνα Σιερεπεκλή
Φέτος κλείνουν έξι χρόνια από τότε που ο Jan Utzon, ένας από τους μεγαλύτερους αρχιτέκτονες του καιρού μας, έφυγε από την ζωή. (Πέθανε στις 29 Νοεμβρίου 2008). Ο Ούτζον πέρασε στα επέκεινα αφού είχε κλείσει τα ενενήντα. Είχε την χαρά να δει το όνομα του να καταγράφεται στο πάνθεο των κορυφαίων δημιουργών πριν ακόμα εγκαταλείψει τα εγκόσμια. Το πιο γνωστό έργο του είναι χωρίς αμφιβολία η Όπερα του Σύδνεϋ στην Αυστραλία. Θεωρείται και είναι ένα από τα σημαντικότερα μνημεία Αρχιτεκτονικής, όλων των εποχών. Έργο με ρηξικέλευθο ανάστημα και με πνοή διαχρονική εκπέμπει τον διατοπικό του χαρακτήρα σε όλα τα πλάτη και μήκη της υφηλίου. Το παράστημα της Όπερας μπορεί να συγκριθεί και σταθεί δίπλα από τα πολύ μεγάλα αριστοτεχνήματα της Αρχιτεκτονικής.
Έργο αναφοράς, με εντόνως συμβολικό χαρακτήρα, το κτίριο της όπερας θα κρατά τον Ούτζον εις το διηνεκές στην αγκαλιά της πτερόεσσας φήμης. Το κτίριο, μοναδικό στη σύλληψη του, εκφράζει μια εκρηκτική αναζήτηση νεωτερικότητας. Σήμερα αγγίζει σχεδόν τα όρια του μύθου. Είναι αμφίβολο αν υπάρχει άνθρωπος στον πλανήτη που να μην το έχει αποτυπώσει στη μνήμη και στο υποσυνείδητο του. Η όπερα του Σύδνεϋ είναι από τα κτίσματα ορόσημα στην ιστορία της σύγχρονης Αρχιτεκτονικής που όχι μόνο εμπλουτίζει τη πολιτιστική κληρονομιά αλλά αποτελεί ταυτόχρονα και μια καταπελτική απάντηση στους επικριτές που μοντέρνου. Το λεγόμενο διεθνές κίνημα στην Αρχιτεκτονική δεν απετέλεσε ένα πρόσκαιρο στυλ αλλά μια απάντηση διαρκείας στις απαιτήσεις της εποχής μας.
Η πρόταση του Ούτζον για την Όπερα του Σύδνεϋ απέσπασε το πρώτο βραβείο στον Διεθνή Διαγωνισμό που διεξήχθη το 1955, κατά μια συγκυρία σχεδόν ειρωνική. Στον διαγωνισμό έστειλαν προτάσεις 230 αρχιτέκτονες. Ανεξαρτήτως του εάν αληθεύει το ότι ο Πρόεδρος της Κριτικής Επιτροπής, Eero Saarinen, φθάνοντας καθυστερημένος στην συνάντηση της Επιτροπής ανέσυρε από τα απορριφθέντα την πρόταση του Ούτζον, το γεγονός παραμένει ότι το αποτέλεσμα ήταν απρόβλεπτο. Κυρίως για τους γραφειοκράτες ανάδοχους του έργου που στη συνέχεια πολλά προβλήματα προκάλεσαν στην πορεία κατασκευής του.
Είναι φανερό πως η Αυστραλία διαθέτει το κορυφαίο της μνημείο και η ανθρωπότητα ένα τέτοιο στολίδι χάρη στον ενθουσιασμό και την σταθερή επιμονή του Σααρίνεν. Θυμίζω ότι το 1992 δύο στους τρείς αναγνώστες των εφημερίδων TIMES της Αγγλίας και AUSTRALIAN, επέλεξαν ως πρώτο, στον κατάλογο για τα επτά θαύματα του σύγχρονου κόσμου, την Όπερα του Ούτζον.
Μας φαίνεται σήμερα, μισό αιώνα μετά, απίστευτο ότι αυτός ο μεγάλος αρχιτέκτονας εμποδίστηκε να ολοκληρώσει το κορυφαίο έργο του από ένα ασήμαντο πολιτικό. Εξαναγκάζοντας ουσιαστικά τον Ούτζον να εγκαταλείψει πριν ακόμα ολοκληρώσει το έργο, το μόνο που κατάφερε τελικά ο ασήμαντος αυτός γραφειοκράτης είναι να προκαλέσει ένα από τα πιο πικρά πολιτισμικά τραύματα που βίωσε ποτέ η Αυστραλία στην σύγχρονη ιστορία της.
Σήμερα είναι αδύνατο να φανταστεί κανείς το Σύδνεϋ χωρίς τη όπερα του, όπως ακριβώς δεν μπορεί να φανταστεί το Παρίσι χωρίς τον πύργο του Άιφελ, την Ελληνιστική Αλεξάνδρεια χωρίς την βιβλιοθήκη της, την Αθήνα χωρίς τον Παρθενώνα, την Κωνσταντινούπολη χωρίς την Αγιά Σοφιά, την Λευκωσία χωρίς τους προμαχώνες της.
Ο ίδιος ο Ούτζον αναφέρει τα εξής για τον σχηματισμό της κεντρικής ιδέας που διέπει το έργο.
«Στάθηκα κοιτάζοντας τα σύννεφα πάνω από τη χαμηλή ακτογραμμή και έριξα ένα βλέμμα στο κάστρο του Κρόνμπορκ και στην Γοτθική εκκλησία. Εκεί βλέπεις φόρμες σε αντίθεση με την οριζόντια γραμμή, κάτι σαν τη θάλασσα με τα σύννεφα,… τίποτα δεν έχει βάρος. Σχήματα διαφορετικά από κάθε γωνία.»
Και πράγματι βλέποντας την Όπερα το πρώτο που σου έρχεται είναι ότι δεν έχει βάρος. Είναι ένα έργο τόσο ανάλαφρο όπως τα κατάρτια και τα πανιά των ιστιοφόρων. Εκεί στην άκρη της ξηράς φαντάζει σαν ένα καράβι έτοιμο να σαλπάρει για άλλου. Το γενετικό υλικό πίσω από το σχέδιο της Όπερας ανιχνεύεται στην οικογενειακή παράδοση του Αρχιτέκτονα. Ο πατέρας του ήταν ναυπηγός, ένας λαμπρός σχεδιαστής θαλασσίων σκαφών (γιότ). Πολλοί συγγενείς του ήσαν άνθρωποι της θάλασσας και των κατασκευών. Ιστιοπλόος ο ίδιος, κατά την διάρκεια των σπουδών του, σύχναζε πολύ στο τόπο κατασκευής σκαφών που διεύθυνε ο πατέρας του, κατασκευάζοντας προπλάσματα και κάνοντας σχέδια για πανιά και κατάρτια. Από αυτή την εμπειρία του καρνάγιου κατέκτησε την βαθιά πίστη ότι οτιδήποτε σχεδιαστεί στη βάση της λογικής μπορεί να κατασκευαστεί.
Προσωπικά δεν μπορώ να φανταστώ άλλο μέτρο σύγκρισης της Όπερας, εκτός από ένα Γοτθικό ναό. Τόσο το χωρικό της στίγμα όσο και ο τρόπος με τον οποίο ο αρχιτέκτονας χειρίζεται το φως, αλλά και την κίνηση, παραπέμπουν σε χαρακτηριστικά της Γοτθικής Αρχιτεκτονικής. Το καταπληκτικό όμως με τον Ούτζον είναι ότι δεν αντιγράφει, ούτε μεταφέρει στοιχεία από το πρότυπο στο έργο του. Το έργο του είναι απολύτως πρωτότυπο, ευφάνταστο, αυθεντικό και ως εκ τούτου μοναδικό. Μπορεί σε τομή η όπερα να συνδιαλέγεται με την μορφή ενός Γοτθικού τόξου, όμως η υπέρβαση συνίσταται στη τρίτη διάσταση για την οποία δεν υπάρχει προηγούμενο.
Η Όπερα έχει κάτι το ηρωικό και μεγαλειώδες. Είναι έργο ρηξικέλευθο και που εμπίπτει στην “αισθητική κατηγορία του υψηλού“ (κατά πως την αντιλαμβάνεται και την αναπτύσσει στα γραπτά του ο Παναγιώτης Μιχελής). Αυτό μπόρεσε ευτυχώς να το ανιχνεύσει το έμπειρο και ικανό μάτι του Σααρίνεν που ακόμα και από τα σχέδια του διαγωνισμού διέκρινε το ιδιοφυές του έργου. Τα σχέδια του διαγωνισμού είναι τόσο σχηματικά και τόσο αφαιρετικά που εκ πρώτης όψεως θα έλεγε κανείς ότι κινούνται στην περιοχή του απραγματοποίητου. Εύκολα κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει πως είναι σχέδια φοιτητή. Κι όμως απ’ αυτά τα σχέδια βγήκε το αριστούργημα που χάρη τη πνευματική τόλμη και την αξιολογική διάκριση του Αμερικανού Σααρίνεν στέκεται υπέρλαμπρο στην άκρη της θάλασσας της Τασμανίας.
Ο Ούτζον δεν ήταν μόνο μεγάλος αρχιτέκτονας. Ήταν και μεγάλος άνθρωπος. Μας πληροφορεί ο γιος του σε μεταθανάτιο σημείωμα του.
«Ο πατέρας μου ήταν ένας εξαίρετος πατέρας–έμπνευση για τα παιδιά και ένας μεγάλος και χαρισματικός αρχιτέκτονας. Το γεγονός ότι ένας τόσο σπουδαίος άνθρωπος ξόδεψε τόσο πολύ χρόνο για τα παιδιά του ήταν για μας ένα τεράστιο πλεονέκτημα. Ήταν ο πιο θετικός άνθρωπος που γνώρισα. Ποτέ δεν μιλούσε για πράγματα και ανθρώπους που τον ενοχλούσαν. Πάντοτε θετικός για ότι τον ενδιέφερε, για ότι αγαπούσε. Μισούσε το κουτσομπολιό και την δυσφήμηση. Αναφερόταν πάντα με μεγάλο ενθουσιασμό για τις ηρωικές προσωπικότητες του επαγγέλματος, για τους θαυμάσιους ανθρώπους της μουσικής και της τέχνης, για ανθρώπους καλλιεργημένους. Είχε την μεγαλύτερη περιέργεια απ’ όλους. Τίποτα δεν ξέφευγε από το παρατηρητικό του μάτι. Εξέταζε τον κόσμο γύρω του με καταπληκτική ευκρίνεια. Από όσα τον ενέπνευσαν, πιο πολύ θαύμαζε τις πυραμίδες του Μεξικού, τους Κινέζικους ναούς, τα ξύλινα αγροτόσπιτα της Δανίας, τα κλαδιά των δέντρων, τα φύλλα ενός λουλουδιού, ένα βότσαλο στην ακρογιαλιά, τα σχήματα του χιονιού, το ράπισμα των ηλιαχτίδων»
Ο Ούτζον έλαβε μέσα από πολλές άλλες διακρίσεις και το πολύτιμο βραβείο Pritzker Architecture Prize 2003. Στο σκεπτικό της Κριτικής Επιτροπής για τη βράβευση αναφέρεται: (Ο Ούτζον) «απόδειξε ότι το θαύμα όπως και το αδύνατο στην Αρχιτεκτονική μπορεί να επιτευχθούν». Ο Λόρδος Rothschild, πρόεδρος της Κριτικής Επιτροπής, ανέφερε σχετικά:
«Δημιούργησε ένα από τα μεγαλύτερα κτίρια-εικόνες του εικοστού αιώνα, μια εικόνα μεγάλης ομορφιάς γνωστής σ’ όλο τον κόσμο. Επιπροσθέτως αυτού του αριστουργήματος έχει εργαστεί σε ολόκληρη τη ζωή του έχοντας ψηλές απαιτήσεις από τον εαυτό του, σιωπηρώς μεν αλλά με λαμπρό μυαλό και χωρίς ποτέ να εκπέμψει μια φάλτσα νότα.»
Σημείωση: Το πιο πάνω άρθρο συντάχθηκε από τον συγγραφέα την επομένη του θανάτου του Ούτζον και δημοσιεύεται για πρώτη φορά μετά από έξι χρόνια.