ΚΑΤΟΙΚΙΑ ΣΤΗΝ ΕΝΤΟΣ ΤΩΝ ΤΕΙΧΩΝ ΛΕΥΚΩΣΙΑ
ΑΚ Αρχιτεκτονικό Εργαστήρι
Γιάννης Αγησιλάου, Γιώργος Καλαβάς
2006 | Υλοποιημένο | 115 τ.μ.
Εντός των Τειχών Λευκωσία
Όταν μας ανατέθηκε το συγκεκριμένο έργο τον Οκτώβριο του 2003, παρά τη μικρή του κλίμακα (εμβαδόν τεμαχίου μόλις 81,5τμ), θεωρήσαμε εξαρχής ότι επρόκειτο για κάτι σημαντικό. Οι ευκαιρίες που έχει ένας αρχιτέκτονας να σχεδιάσει ένα νέο κέλυφος πάνω στο ενετικό τείχος της Λευκωσίας και σ’ ένα συνεχές κτιριακό μέτωπο με διατηρητέες οικοδομές είναι περιορισμένες[1].
Η έννοιες της συνέχειας και της ένταξης είναι δύο βασικές έννοιες, κυρίαρχες σ’ αυτό που προσπαθούμε να πετύχουμε με τη δουλειά μας. συνέχεια, με την έννοια της μετάβασης από το χθες στο σήμερα, έτσι που το σήμερα να εμπεριέχει το χθες και το χθες να εμπεριέχεται στο σήμερα, χωρίς όμως γραφικότητες και έτοιμα στυλιστικά μοτίβα. Συνέχεια, περισσότερο σε επίπεδο αρχών, που έχουν να κάνουν με τις τοπικές κλιματολογικές συνθήκες και την οργάνωση του χώρου. Η παραδοσιακή αρχιτεκτονική μάς ενδιαφέρει ως μια τέτοια σχέση – σχέση κλειστού, ημιϋπαίθριου και υπαίθριου χώρου, ως αξιοποίηση του συνόλου του διαθέσιμου χώρου, έτσι που ν’ αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της κατοικίας ή του κτιρίου γενικότερα. Η αυλή, ο ηλιακός, η στοά… είναι έννοιες οι οποίες κάλλιστα μπορούν να αξιοποιηθούν και στη σύγχρονη αρχιτεκτονική μας.
Η έννοια της ένταξης είναι μια δεύτερη έννοια κλειδί, η οποία μπορεί να σημαίνει πολλά, ή και να μην σημαίνει τίποτε. Η χρήση και κατάχρηση της λέξης «συνάδει», που χρησιμοποιήθηκε (και χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα) απροβλημάτιστα, σε κάθε περίσταση -πολλές φορές για να δικαιολογηθούν τα αδικαιολόγητα- έχει θολώσει τα νερά σε σχέση με το τι αυτό μπορεί να σημαίνει.
Την ένταξη την αντιλαμβανόμαστε ως τον διάλογο του νέου κελύφους με το γύρω του (κτισμένο ή αδόμητο) περιβάλλον – αν βέβαια αυτό έχει κάποιο λόγο να εκφέρει.
Στις Περιοχές Ειδικού Χαρακτήρα θεωρείται δεδομένο ότι το περιβάλλον είναι αξιόλογο και χρήζει ειδικής αντιμετώπισης.
Στην περίπτωσή μας το ζητούμενο ήταν η δημιουργία ενός νέου κελύφους σ’ ένα κτιριακό μέτωπο από διατηρητέες οικοδομές, πάνω στο ιστορικό τείχος της Λευκωσίας, ανάμεσα σε δύο κτίρια διαφορετικής εποχής και τεχνοτροπίας: τυπικό νεοκλασσικό στα νότια, πρώιμο μοντέρνο στα βόρεια. Η σχέση νέου – παλιού θα μπορούσε να ήταν σχέση ισοτιμίας, υποταγής, ή και επιβολής. Στην περίπτωσή μας επιλέξαμε η σχέση αυτή να είναι σχέση ισοτιμίας: το νέο κέλυφος να μην επιβάλλεται, αλλά ούτε και να υποτάσσεται στον χώρο. να έχει τη δική του φωνή. να υπάρχει ισότιμα και «δημοκρατικά» στον χώρο στον οποίο επρόκειτο να ενταχθεί.
Για έναν αρχιτέκτονα όλα αυτά βέβαια –η θεωρία και οι προθέσεις- κάποια στιγμή θα πρέπει να μεταφραστούν σε κάτι συγκεκριμένο: σε χώρο, γεωμετρία, υλικά…
Για το εν λόγω έργο ακολουθήσαμε πολύ συγκεκριμένη μεθοδολογία. Είναι έργο – προϊόν, σε μεγάλο βαθμό, ορθολογισμού και εν-συνείδητων χειρισμών. Συγκεκριμένα:
Ως πρώτο βήμα, αποτυπώθηκαν οι όψεις των δύο γειτονικών κτιρίων – όσον αφορά στη βασική τους γεωμετρία.
Στη συνέχεια, έγινε μία προσπάθεια ανάλυσης των βασικών γεωμετρικών χαρακτηριστικών τους, έτσι που να υιοθετηθούν και στο νέο κέλυφος που θα ερχόταν να ενταχθεί ανάμεσά τους. Ως βασικότερα τέτοια χαρακτηριστικά αναφέρονται:
- Η υπερύψωση της στάθμης του κτιρίου 1μ. πάνω από τον δρόμο.
- Η σκάλα που βγάζει κατευθείαν στο δημόσιο πεζοδρόμιο.
- Η υιοθέτηση ενός εσωτερικού ρυθμού μέσα από την επανάληψη, ο οποίος συναντάται τόσο στο νεοκλασσικό όσο και στο νεότερο μοντέρνο.
Η χρήση του κυπριακού πωρόλιθου (Γερόλακκου), ο οποίος χαρακτηρίζει το μέτωπο των γειτονικών διατηρητέων κτιρίων, δεν αποτελεί πια δομικό (φέρον) στοιχείο, αλλά εξωτερική επιδερμίδα του κτιρίου. Θέλαμε μέσα από τον τρόπο που εδώ χρησιμοποιήθηκε να υποδηλώνεται ακριβώς αυτό το στοιχείο – δηλαδή πως αποτελεί εξωτερική επιδερμίδα, ένα δεύτερο κέλυφος. Έτσι, χαράσσεται πάνω στην πρόσοψη ένας αυστηρός κάνναβος, ακολουθώντας τις περασιές του γειτονικού κτιρίου όσον αφορά στην οριζόντια κατεύθυνση, ενώ στην κατακόρυφη στον κάνναβο εντάσσονται τα κατακόρυφα γεωμετρικά στοιχεία (ανοίγματα, σκάλα, μπαλκόνι) τονίζοντας και συνεχίζοντας τη ρυθμική επανάληψη που συναντούμε και στα γειτονικά κτίρια.
Ο κάνναβος ορίζεται με μεταλλικές γωνιές από ανοξείδωτο χάλυβα, ενώ η πέτρα τοποθετείται επίσης σε διάταξη καννάβου (και όχι σταυρωτά) για να τονιστεί ακριβώς ότι αποτελεί εξωτερική επιδερμίδα (επένδυση) και όχι δομικό στοιχείο.
Τα επιμέρους μεταλλικά στοιχεία προσδίδουν στην όψη μικροκλίμακα και εντάσσονται μέσα στη γεωμετρική αρχή της ρυθμικής επανάληψης (υδρορροή, μεταλλικοί στύλοι).
Όσον αφορά στην κάτοψη και οργάνωση του χώρου, εργαστήκαμε με τον ίδιο ορθολογισμό και σαφήνεια:
Έχοντας ως αναφορά την τυπολογία της παραδοσιακής κατοικίας, το κτίριο οργανώνεται σε σχήμα Γ, με την αυλή να ορίζεται από τα δύο σκέλη του Γ και το γειτονικό κτίριο στα νότια. Το προτεινόμενο κτίριο κολλά στο βορινό (υφιστάμενο) κτίριο (βλπ. κάτοψη), έτσι που οι εσωτερικοί, κλειστοί χώροι και η αυλή ν’ ανοίγουν στη μεσημβρία. Κατά μήκος της νότιας όψης (προς την αυλή) δημιουργείται ένας πρόβολος/ σκιάδιο για ηλιοπροστασία κατά τους θερινούς μήνες.
Το κτίριο στην πίσω όψη και τις όψεις προς την αυλή παρουσιάζεται πιο απλό και το όλο συνθετικό αποτέλεσμα προκύπτει κυρίως μέσα από την ίδια την ογκοπλασία (βλπ. άποψη από την εσωτερική αυλή).
[1] Λεωφ. Αθηνάς 36, Χρυσαλινιώτισσα. Συνολικό εμβαδόν κατοικίας: 115τμ.