Η τέχνη βρίσκει καινούρια στέγη και η πόλη εναλλακτικό δημόσιο χώρο.
Του Παναγιώτη Ν. Ερμογένους
Αρχαία κυπριακή τέχνη: Χιλιάδες αντικείμενα ανεκτίμητης καλλιτεχνικής και συναισθηματικής αξίας φυλαγμένα σε δεκάδες διεθνείς μουσεία και ένα μέρος αυτών στη γη που τα δημιούργησε και που για δεκαετίες τα είχε στρυμωγμένα σε ένα όμορφο μεν, ανεπαρκή δε αρχαιολογικό μουσείο. Για χρόνια, το ξενιτεμένο κομμάτι εκτίθεται σωστά και μελετημένα και χαίρει εκτίμησης για την μοναδικότητα του στους διάφορους κύκλους της παγκόσμιας τέχνης. Πολλοί αναγνώστες θα έχουν ήδη σκεφτεί: ‘Μα δεν είναι τα περισσότερα αντικείμενα κλεμμένα;’ Η απάντηση μου στο εύλογο ερώτημα είναι: ‘Ουδέν κακόν αμιγές καλού’. Τα ινστιτούτα αυτά οπτικοποιούν το όνομα Κύπρος μπροστά στα μάτια εκατομμυρίων επισκεπτών κρατώντας ζωντανή τη μνήμη της τέχνης μας, όταν εμείς αδιαφορούσαμε γι’ αυτήν είτε λόγω έλλειψης οικονομικών πόρων είτε γιατί απλά η τέχνη δεν βρισκόταν ψηλά στη λίστα των προτεραιοτήτων μας.
Για αρκετά χρόνια το ζήτημα παρέμενε αν θα έπρεπε να δοθούν χρήματα για δημιουργία νέου συγκεντρωτικού αρχαιολογικού μουσείου και πότε, έτσι ώστε το νησί να αποκτήσει μία στέγη πολιτισμού αντάξια της φήμης της κυπριακής τέχνης και ισάξια των μεγαλύτερων μουσείων στον κόσμο. Με την πρόσφατη ανακοίνωση των αποτελεσμάτων του αρχιτεκτονικού διαγωνισμού για το νέο μουσείο, μπήκε το νερό στο αυλάκι. Οι πρώτες εντυπώσεις από την νικητήρια πρόταση είναι θετικές καθώς συμβάλλει στην ταυτόχρονη πλήρωση τριών βασικών κενών πολιτιστικής υποδομής στην πρωτεύουσα: Επαρκή εκθεσιακού χώρου αρχαίας τέχνης, αρχιτεκτονικά σύγχρονου εμβληματικού δημόσιου κτηρίου, μοντέρνας και δημιουργικής τοπιοτέχνησης ανοικτών χώρων.
Επιγραμματικά, η αρχιτεκτονική σύνθεση χωρίζει και τοποθετεί τους αρχαιολογικούς θησαυρούς σε τρεις χωρικά ανεξάρτητες ανυψωμένες ενότητες, ελευθερώνοντας τον ισόγειο χώρο για διακίνηση και πράσινο. Το κέλυφος των κτηρίων εντάσσεται δυναμικά στον υφιστάμενο δομημένο περιβάλλον και δημιουργεί μια αρμονική σχέση με τους παρακείμενους ανοικτούς και δημόσιους χώρους. Η μορφή των όψεων έρχεται σε αντίθεση με την μοντερνιστική ή νεοκλασσική αισθητική των κτηρίων του ιστορικού κέντρου, δημιουργώντας παράλληλα ένα διάλογο μεταξύ παλιού και νέου. Σε ένα άλλο επίπεδο, το νέο μουσείο μαζί με την αναμενόμενη πλατεία Ελευθερίας και τη Λεβέντειο Πινακοθήκη συνεργάζονται έτσι ώστε η Λευκωσία να υιοθετήσει μία φιλική εικόνα ως προς την τέχνη και τον δημόσιο χώρο, μεταμορφώνοντας την σε μια πιο ελκυστική και εκλεπτυσμένη πόλη. Μέχρις εδώ και νοουμένου ότι το κτηριακό μέρος του έργου θα πάρει σάρκα και οστά σύντομα, όλα καλά.
Τι γίνεται όμως αφού ολοκληρωθούν τα κατασκευαστικά έργα; Δεν είναι καθόλου νωρίς για να σκεφτούμε το μετά. Το μεγάλο στοίχημα πλέον είναι η δυναμική και διαχρονική παρουσία του μουσείου στα πολιτιστικά δρώμενα της πόλης. Η πόλη χρειάζεται ένα ζωντανό πολιτιστικό φορέα που θα συμβάλει στη καθολική αναγέννηση της, οπότε ο νέος στόχος είναι μέσα στο μουσείο να γίνονται συνεχής έρευνες αρχαιολογικού περιεχομένου, εναλλαγές προσωρινών εκθέσεων, διαλέξεις, εργαστήρια και συνεργασίες με την πανεπιστημιακή κοινότητα και άλλα μουσεία ειδικότητας. Την εποχή που ο Αμερικανός Πρόξενος Τσεσνόλα, διαπραγματευόταν την τύχη της κυπριακής τέχνης με διάφορα μουσεία στην Ευρώπη και Αμερική ήταν σχεδόν αδύνατο να τον εμποδίσουμε να μας την στερήσει. Ενάμισι αιώνα αργότερα και μετά από πολλές απώλειες έχουμε ωριμάσει ως πολιτεία γιατί υπάρχει η γνώση και εμπειρία. Η δημιουργικότητα θα πρέπει να περάσει από την αρχιτεκτονική πρόταση και σε άλλους τομείς όπως διαχείριση και μάρκετινγκ ώστε το νέο μουσείο να συμβάλει ουσιαστικά στην ολοκλήρωση του τεράστιου αρχαίου κυπριακού πολιτιστικού παζλ μαζί με τα αντίστοιχα μουσεία της Νέας Υόρκης, Λονδίνου, Βερολίνου και Στοκχόλμης.