Image Image Image Image Image Image Image Image Image Image
Scroll to top

Top

Χωρο-γραφήματα: μεταξύ δύο «τόπων»

Χωρο-γραφήματα: μεταξύ δύο «τόπων»
Constantinos Marcou

του Κωνσταντίνου Μάρκου

Εικαστική απεικόνιση της τελευταίας σκηνής από την ταινία “The Truman show” © Κωνσταντίνος Μάρκου

Εικαστική απεικόνιση της τελευταίας σκηνής από την ταινία “The Truman show” © Κωνσταντίνος Μάρκου

Οι μεγάλες στιγμές στη ζωή κάθε ανθρώπου διαδέχονται από αυτό που λέμε κατώφλια. Μπορεί να μην είναι ακριβώς πέτρινα, φιλόξενα, με επιγραφή που να σε χαιρετάει από μακριά όμως δε παύουν να σε οδηγούν σε άγνωστες χώρες σαν και αυτήν που πρόκειται να εξερευνήσω. Βέβαια δεν μου είναι ακριβώς άγνωστη. Υπήρξε κάποτε η δικιά μου η «χώρα» γι’ αυτό και αδημονούσα χρόνια για αυτή τη στιγμή. «Εδώ είναι ο τόπος μας», έλεγε συχνά με νοσταλγία η μητέρα μου, κρατώντας στα χέρια της συνήθως ό,τι κατάφερε να διασώσει από το πατρικό της σπίτι την ημέρα του ξεριζωμού. Ένα κακοφτιαγμένο χειροποίητο τραπεζομάντηλο και μερικά σκουριασμένα ασημικά κουτάλια τα οποία σήμερα στολίζουν ένα γυάλινο δοχείο στην μέση του τραπεζιού.

Πρόσφατα, πριν από μερικούς μήνες, λάβαμε ένα φάκελο που περιείχε μέσα μερικές παλιές φωτογραφίες και ένα γραπτό απόσπασμα. Αν και στις φωτογραφίες νοερά διαβάζει κανείς τις φιγούρες λόγω της άσχημης κατάστασής τους, η μητέρα μου κατάφερε να δώσει όνομα μέχρι και στην τελευταία μουντζούρα στην κάθε εικόνα.  Ο φάκελος προερχόταν από την αδερφή της μητέρας μου η οποία ζει σήμερα στο Λονδίνο. Στο γράμμα περιέγραφε ένα όνειρο που είχε δει λίγες μέρες πριν ανακοινωθεί το επίσημο άνοιγμα του οδοφράγματος και σαν αφορμή αυτού αποφάσισε να ξεθάψει το παλιό μπαούλο της γιαγιάς μου και τελικά να ανακαλύψει αυτές τις χαμένες αρχαιολογίες.


«Ένα… Ακόμη ένα και σχεδόν είμαι εκεί» ψιθυρίζω, μετρώντας ένα-ένα τα βήματα που αφήνω σε αυτόν τον κάποτε «αδιέξοδο» πεζόδρομο. Σαν να έχω ανάγκη από κάποιον άλλο χάρτη που να μου θυμίζει το κοντινό μα συνάμα μακρινό παρελθόν.  


Μέσα σε μια από αυτές τις φωτογραφίες που κρατάω στα χέρια μου, ποζάρω με φόντο την πρώτη μου χώρα, την άλλη πλευρά της παλιάς Λευκωσίας. Εκεί με οδήγησαν τα βήματά μου σήμερα. Στις εξομολογήσεις αυτού του μικρού παιδιού. Σε μια πόλη μεταξύ ονείρου και ξύπνιου, μεταξύ μνήμης και λήθης, μεταξύ μύθου και ρεαλισμού. Αυτό που μένει να διερευνηθεί είναι η απόκλιση από αυτό το «παιδικό όνειρο» και όλες της οι διαστάσεις. Κατά πόσον  το «Χ» στοιχείο ακόμη αναλώνεται στον «χώρο». Εάν το «Υ» στοιχείο είναι ακόμη δίπλα από το «Χ» στοιχείο, ή περιέχεται σε αυτό. Εάν υπάρχουν τα ίχνη για να εξακριβωθεί η πραγματική «ύπαρξη» του «Χ» στοιχείου. Εάν τελικά ο εαυτός μου, «εγώ» αποτελώ σταθερό παρονομαστή στην ιστορία ή ένα μέρος του «εγώ» μου κατοικεί μοναχικά σε μιαν δικιά του χώρα.

«Ένα… Ακόμη ένα και σχεδόν είμαι εκεί» ψιθυρίζω, μετρώντας ένα-ένα τα βήματα που αφήνω σε αυτόν τον κάποτε «αδιέξοδο» πεζόδρομο. Σαν να έχω ανάγκη από κάποιον άλλο χάρτη που να μου θυμίζει το κοντινό μα συνάμα μακρινό παρελθόν.  

Ξαφνικά το «μέτρημά» μου διακόπτεται από μελωδίες γνώριμες, οικείες. Ο ήχος μιας καμπάνας αντηχεί από μακριά και το μυαλό μου ταξιδεύει σε έναν απέραντο ωκεανό σκέψεων για τον δρόμο που διάλεξα να ακολουθήσω. Κανένας δρόμος όμως δεν είναι λάθος. Αυτό διδάχτηκα από μικρός. Υπάρχουνε μόνο φαινομενικά λάθος στροφές. Συνήθως όμως αυτές είναι οι σωστές. Άρα οτιδήποτε συναντάει κανείς κάπου στην μέση δεν είναι παρά μόνο μια μικρογραφία αυτού που θα ακολουθήσει. Προετοιμασία για τον επόμενο δρόμο που θα βρεις. Αυτόν τον δρόμο όμως, συλλογίζομαι, δεν το περπατώ για πρώτη φορά.

Πλησιάζοντας τα σύνορα για την άλλη χώρα  συναντάω τον άνθρωπο του παραθύρου. Ένας μεσήλικας, ντυμένος με πολιτικά ρούχα, κρατώντας μια σφραγίδα πράσινη και μια κόκκινη. Καθισμένος μέσα σε ένα εφήμερο και έκτακτο κτίσμα, παρατηρεί με επιμονή τον άνθρωπο του απέναντι παραθύρου ο οποίος υποδέχεται την αντίθετη ροή ανθρώπων. 

Καθώς έρχεται η σειρά μου, με αντικρίζει με ύφος αυστηρό και σε διεθνή γλώσσα με ρωτάει:

«Διαβατήριο ή ταυτότητα σας παρακαλώ;»

Παρουσιάζω την ταυτότητά μου στον αστυνόμο, υπογράφοντας τα απαραίτητα έγγραφα και με σβελτάδα προχωράω ευθεία συναντώντας την νεκρή ζώνη. Εκεί, ανάμεσα στα ερειπωμένα κτήρια μιας άλλης εποχής βρίσκω το εαυτό μου μετέωρο μεταξύ δύο «τόπων».

Τα κτήρια κρυμμένα από πράσινο δίχτυ οικοδομής, σαν να σε αποτρέπει να τα κοιτάξεις.

 Σαν να έχουν θαφτεί στον χρόνο.

Σαν να σε υπενθυμίζουν ότι εδώ που βρίσκεσαι δεν ανήκεις πουθενά.

Ο οικοδεσπότης είναι αόρατος. Αυτό που σε υποδέχεται είναι ρωγμές σε τοίχους, επιγραφές και σήματα ορθής συμπεριφοράς.

Όταν θα επισκεπτόμασταν ένα καινούριο σπιτικό, θυμάμαι πάντοτε τη μητέρα μου που φρόντιζε να μας τοποθετεί στους διαφόρους κώδικες συμπεριφοράς. «Να χαιρετίσεις με ευγένεια τον οικοδεσπότη και να καθίσεις φρόνιμα στο τραπέζι. Μη κάνεις κάτι που δεν αρμόζει». Βέβαια οι κώδικες αυτοί ήτανε κρυφοί μεταξύ των μεγαλύτερών μου και άλλαζαν με τον χρόνο ή με την περίσταση. Αυτό που υπενθύμιζα ανέκαθεν στον εαυτό μου όμως είναι να μην νιώσω ποτέ μου οικειότητα σε έναν νέο τόπο. Οτιδήποτε δεν μου ανήκει είναι ξένο. Άρα ως φιλοξενούμενος, έμαθα να ανήκω μόνο εκεί που πρέπει.

Δεν είναι δικιά σου η «χώρα».

Δικός σου μόνο, ο δρόμος που εσύ έχεις διαλέξει.

Δρόμος που δεν ανήκει σε καμία «χώρα».

Ένα ασήμαντο κατώφλι.

Click to access the login or register cheese