ΕΞΑΡΧΙΑ ΠΑΝΑΓΙΟΥ ΤΑΦΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ
ΑΚ Αρχιτεκτονικό Εργαστήρι
Γιάννης Αγησιλάου, Γιώργος Καλαβάς
2013 | Υλοποιημένο | 1072 τ.μ.
Εντός των Τειχών Λευκωσία, Κύπρος
ΕΞΑΡΧΙΑ[1] ΠΑΝΑΓΙΟΥ ΤΑΦΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ
Όσον αφορά στον σχεδιασμό αυτού του είδους έργων, δηλαδή εκκλησιών και εκκλησιαστικών κτιρίων, θα μπορούσε κάποιος να σκεφτεί ότι υπάρχουν τρεις βασικές επιλογές:
(α) η αντιγραφή παλαιότερων προτύπων,
(β) η «μοντέρνα», ελεύθερη έκφραση,
(γ) η σύγχρονη έκφραση, με ρίζες και αναφορές στην παράδοση.
Η αντιγραφή αναμφίβολα δεν αποτελεί δημιουργία, αλλά αναμάσημα και στείρα μίμηση των προτύπων. Συμβαίνει μάλλον σε εποχές παρακμής, όπου τα αναγνωρισμένα πρότυπα είναι ο εύκολος τρόπος για να «κλέψουμε» λίγη από τη δόξα των προγόνων.
Η ελεύθερη, σύγχρονη δημιουργία –πέραν από το ότι είναι δύσκολο να γίνει αποδεκτή από τις εκκλησιαστικές αρχές- έχει το μειονέκτημα ότι χάνεται η ιστορική συνέχεια και το ιστορικό βάθος του κτιρίου.
Όσον αφορά στην τρίτη επιλογή -που κατά τη γνώμη μας είναι και η πιο δύσκολη και απαιτεί λεπτές ισορροπίες- το κτίριο, ενώ πατά γερά στην παράδοση, δεν φοβάται να μιλήσει με γλώσσα σύγχρονη κι ούτε θεωρεί ότι ο πολιτισμός σταμάτησε στο βυζάντιο, ή έστω στην αρχιτεκτονική του 18ου και 19ου αιώνα.
Το έργο το εκλάβαμε ως πρόκληση. ως πρόκληση και συμβολή στο ξεκαθάρισμα της θολούρας που έχει συσσωρευτεί όλα αυτά τα χρόνια όσον αφορά στον τρόπο έκφρασης της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής. ουσιαστικά, ως απόπειρα να ξαναπιάσουμε το νήμα από εκεί που το άφησαν οι παλαιότεροι.
Χαρακτηριστικά τεμαχίου – πολεοδομικά δεδομένα:
Το τεμάχιο βρίσκεται στη συνοικία Αγίου Αντωνίου, στην εντός των τειχών πόλη της Λευκωσίας, πολύ κοντά στην ομώνυμη εκκλησία.
Έχει εμβαδόν γύρω στα 1100μ2, ιδιαίτερα μεγάλο για τα δεδομένα της εντός των τειχών πόλης.
Στο τεμάχιο υφίστατο διώροφη διατηρητέα οικοδομή, εμβαδού γύρω στα 180μ2 (συμπεριλαμβανομένων των στοών), για χρόνια εγκαταλειμμένη και σε κακή κατάσταση.
Προς την πλευρά του δρόμου το υφιστάμενο διατηρητέο κτίριο παρουσιάζεται αρκετά συμπαγές, με εμφανή κυφωτή λιθοδομή, ενώ στην πίσω όψη το χαρακτηρίζει η τοξοστοιχία στο ισόγειο, με τα διμούρελλα (δίκεντρα) τόξα της κυπριακής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής.
Πρόταση:
Το προτεινόμενο κτιριακό συγκρότημα[2] χωροθετήθηκε κατά μήκος του δρόμου, πάνω στο ίχνος των κτιρίων που προϋπήρχαν, αποκαθιστώντας έτσι τον οικοδομικό ιστό της παλιάς πόλης και επιτρέποντας, ταυτόχρονα, τη δημιουργία ενός προστατευμένου από τον δρόμο εσωτερικού χώρου, στον οποίο θα συντελούνται οι δραστηριότητες της Εξαρχίας.
Περιλαμβάνει τους ακόλουθους χώρους:
Στο ισόγειο:
- είσοδο/ χώρο υποδοχής (στο υφιστάμενο κτίριο),
- γραφείο εξάρχου (στο υφιστάμενο κτίριο),
- γραφείο – βιβλιοθήκη – αρχείο,
- εκκλησιαστικό βιβλιοπωλείο,
- σαλόνι/ συνοδικό,
- τραπεζαρία,
- δωμάτιο φύλακα,
- δωμάτιο υπηρεσίας,
- δύο υπόστεγους χώρους στάθμευσης,
- βοηθητικούς χώρους (κουζίνα, αποθήκη, χώροι υγιεινής).
Στον όροφο:
- πατριαρχικό διαμέρισμα (στο υφιστάμενο κτίριο),
- διαμέρισμα εξάρχου,
- τέσσερις ξενώνες.
Στο υπόγειο:
- μηχανοστάσιο,
- γενική αποθήκη,
- πλυντήριο/ λινοθήκη.
Στον πυρήνα του συγκροτήματος χωροθετείται εκκλησία εμβαδού 115μ2 (συν 23μ2 υπερώο).
Η κύρια, «επίσημη» πρόσβαση προς το κτιριακό συγκρότημα γίνεται από το διατηρητέο κτίριο και, συγκεκριμένα, διαμέσου του ημιϋπαίθριου χώρου με την τοξοστοιχία, που λειτουργεί έτσι και ως μεταβατικός χώρος, συμβάλλοντας στη δημιουργία τελετουργικής πορείας προς τον ναό.
Αριστερά μπαίνοντας από την είσοδο, οργανώνονται οι χώροι υποδοχής, δηλαδή το συνοδικό, η τραπεζαρία και οι απαραίτητοι βοηθητικοί χώροι (κουζίνα, αποθήκη, χώρος υγιεινής), ενώ στα δεξιά της κύριας εισόδου αναπτύσσονται οι υπόλοιποι χώροι της Εξαρχίας, πλην των ξενώνων και των διαμερισμάτων που χωροθετούνται στον όροφο.
Μια δεύτερη, στεγασμένη είσοδος χωροθετείται κατά μήκος του ίδιου δρόμου, στη θέση που προϋπήρχε (βάση των χωρομετρικών σχεδίων), η οποία εξυπηρετεί ταυτόχρονα και την είσοδο–έξοδο οχημάτων.
Η πρόσβαση στο τεμάχιο διαμέσου περάσματος από τον δρόμο στα βόρεια (οδός Αθηνών) διατηρείται σαν μια τρίτη δυνατότητα εισόδου προς την Εξαρχία και την εκκλησία.
Όλοι οι χώροι επικοινωνούν μεταξύ τους με καλυμμένους, ημιϋπαίθριους χώρους/ στοές, κάτι που, πέραν από την καθαρά λειτουργική και πρακτική σημασία, παραπέμπει ταυτόχρονα στην τυπολογία της μοναστηριακής αρχιτεκτονικής.
Γενικότερα, σε επίπεδο κάτοψης και οργάνωσης του χώρου, ακολουθήθηκε η μοναστηριακή τυπολογία, με περιμετρικές στοές, εσωτερική αυλή και ναοκεντρική ατμόσφαιρα με τη στροφή προς τα μέσα.
Το υφιστάμενο διατηρητέο κτίριο, ενώ συλλειτουργεί και αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του κτιριακού συγκροτήματος, ταυτόχρονα ξεχωρίζει και διακρίνεται ως το κατεξοχήν μνημείο, μαζί με την εκκλησία.
Η εκκλησία δε, με τον τρόπο που χωροθετείται (κεντρικά σε σχέση με την αυλή και το κτιριακό συγκρότημα), αποτελεί σημείο αναφοράς, ενώ ταυτόχρονα επιτρέπει τη δημιουργία δύο διακεκριμένων ζωνών/ περιοχών: των «επίσημων» χώρων της Εξαρχίας στα νότια (χώροι υποδοχής, γραφεία, κήπος) και των υπολοίπων συνοδευτικών χώρων (ξενώνες, χώροι στάθμευσης) στα βόρεια.
Ο όλος σχεδιασμός στόχο είχε όχι να εντυπωσιάσει, αλλά να ενισχύσει την πνευματικότητα του χώρου.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Εξαρχία (η) ουσ. [<έξαρχος] το αξίωμα και η αρχή του εξάρχου // η περιοχή στη δικαιοδοσία του εξάρχου. Έξαρχος (ο) ουσ. [<αρχ. έξαρχος < εξ + άρχω] ο αντιπρόσωπος πατριαρχείου σε μεγάλης σημασίας εκκλησιαστική περιφέρεια.
[2] Η Εξαρχία του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων στεγαζόταν μέχρι πρόσφατα σ’ ένα γραφείο στη γωνία Λήδρας και Απόλλωνος στην Παλιά Λευκωσία, όταν το 1974 εξαναγκάστηκε να εγκαταλείψει την έδρα της στο μοναστήρι Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου στον Κουτσοβέντη.