Image Image Image Image Image Image Image Image Image Image
Scroll to top

Top

700 ΧΡΟΝΙΑ ΠΡΙΝ – ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗΣ ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΤΟΥ 14ου ΑΙΩΝΑ

700 ΧΡΟΝΙΑ ΠΡΙΝ – ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗΣ ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΤΟΥ 14ου ΑΙΩΝΑ

του Δρ. Πάνου Λεβέντη, Αρχιτέκτονα, Αναπληρωτή Καθηγητή, Σχολή Αρχιτεκτονικής John Q. Hammons, Πανεπιστήμιο Drury

Διάλεξη-Αναδημοσίευση * | 01.11.2013

 

Εισαγωγή

Μέσα από τη διάλεξη αυτή το ακροατήριο κλήθηκε να ακούσει, να δει και να φανταστεί κομμάτια από τη Λευκωσία του 14ου αιώνα, και με τη δημιουργική ματιά ενός αρχιτέκτονα, την επιστημονική ανάλυση ενός ιστορικού, και την έρευνα ενός αρχαιολόγου ή και κοινωνιολόγου, να μπει μέσα σε διηγήσεις για την πόλη, για τα κτίρια και τους κατοίκους της, με εργαλεία τα αναγεννησιακά χρονικά της Κύπρου, αλλά και ευρωπαϊκές λογοτεχνικές πηγές του 13ου και 14ου αιώνα, η σύλληψη ή και η θεματολογία των οποίων έχει σχέση με τη Λευκωσία.

01 - Αγία Σοφία (Λατινικός Καθεδρικός): Λεπτομέρεια νότιας όψης με οικόσημο, © Πάνος Λεβέντης

01 – Αγία Σοφία (Λατινικός Καθεδρικός): Λεπτομέρεια νότιας όψης με οικόσημο, © Πάνος Λεβέντης

1. Έλληνες, Φράγκοι και Ιταλοί: Η Λευκωσία από τη δύση του 13ου στην ανατολή του 14ου αιώνα

[εικ.1] Ο οικισμός της βυζαντινής περιόδου που βρίσκεται κάτω από τη σημερινή Λευκωσία ήταν αρχικά δευτερεύουσας σημασίας σε σχέση με τις πόλεις κατά μήκος της κυπριακής ακτογραμμής. Ως επακόλουθο των αραβικών επιδρομών του 7ου με 10ου αιώνα και της λεηλασίας ή και καταστροφής κάποιων παράλιων αστικών κέντρων, όμως, η Λευκωσία έγινε η πρωτεύουσα μιας αναγεννημένης Κύπρου, στα πλαίσια πάντα της Ανατολικής Αυτοκρατορίας. Το τέλος του 12ου αιώνα βρήκε την πόλη στο σταυροδρόμι των Σταυροφόρων: Το 1191, ο βασιλιάς της Αγγλίας Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος κατέλαβε την Κύπρο από τον τοπικό βυζαντινό άρχοντα.[1] Ένα χρόνο αργότερα πούλησε το νησί στο Γουίδο Λουζινιάν, γόνο μιας μεγάλης οικογένειας Γάλλων σταυροφόρων,[2] οι οποίοι μέσα σε λίγα χρόνια είχαν μεταμορφώσει το νέο βασίλειο-νησί τους σε μια ασφαλή όαση για δυτικούς φεουδάρχες και αγίους, για σταυροφόρους και εμπόρους, στην εσχατιά της ανατολικής Μεσογείου, στην είσοδο των Αγίων Τόπων.

Η Κύπρος των Λουζινιάν ήταν μάλλον ένας από τους σταθμούς του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης κατά το ταξίδι του στους Αγίους Τόπους το 1221,[3] και οπωδήποτε η βάση του Αγίου Λουδοβίκου, βασιλιά της Γαλλίας, κατά τη διάρκεια της έβδομης σταυροφορίας το 1248.[4] Ίσως ο μεγαλύτερος Ευρωπαίος φιλόσοφος του 13ου αιώνα, ο Δομηνικανός Άγιος Θωμάς Ακινάτης, αφιέρωσε το βιβλίο του Περί Βασιλείου, προς τον Βασιλιά της Κύπρου,[5] στο νεαρό Ούγο το Β, το 1265. Μεγαλωμένος στη Λευκωσία, ο Ούγος θα κυβερνούσε ένα βασίλειο μέγιστης σημασίας για τη Δύση, του οποίου η πρωτεύουσα, κατά τον Ακινάτη, έπρεπε να αναδημιουργηθεί και αναδιοργανωθεί σύμφωνα με χριστιανικά αλλά και βιτρουβιανά πρότυπα.[6] Οι ιστορικοί δεν έχουν προσέξει πως ήταν η Λευκωσία, λοιπόν, ο λόγος για την πρώτη, μετά την Αρχαιότητα, χρήση αποσπασμάτων από το Περί Αρχιτεκτονικής του Ρωμαίου μηχανικού Βιτρούβιου, περισσότερο από δύο αιώνες πριν την “επίσημη” αναδημοσίεσή του κατά την Αναγέννηση.

02 - Αγία Σοφία (Λατινικός Καθεδρικός): Λεπτομέρεια νοτιοανατολική όψης, © Πάνος Λεβέντης

02 – Αγία Σοφία (Λατινικός Καθεδρικός): Λεπτομέρεια νοτιοανατολική όψης, © Πάνος Λεβέντης

[εικ.2] Την ίδια στιγμή που στο κέντρο της κυπριακής πρωτεύουσας αναπτύχθηκε γρήγορα ένας μεγάλος Θρησκευτικός πυρήνας με δύο Καθεδρικούς Ναούς, λατινικό και ελληνικό, αντίστοιχες επισκοπές,[7] και πολυάριθμα αστικά και περιαστικά μοναστήρια Κιστερκιανών,[8] Φραγκισκανών και Δομηνικανών μοναχών,[9] ο ομφάλιος λώρος που συνέδεε την πόλη πολιτικά και πολιτιστικά με την Κωνσταντινούπολη είχε ξαφνικά κοπεί. Η ίδρυση του βασιλείου των Λουζινιάν σήμαινε και τη μεταφύτευση ενός γοτθικού-σταυροφοριακού μοντέλου διοίκησης και δόμησης σε μια αναπτυσσόμενη επαρχία της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ενώ το μοντέλο αυτό δεν ήταν σημαντικά διαφοροποιημένο από το αντίστοιχο βυζαντινό, οι γλωσσικές και θρησκευτικές διαφορές μεταξύ Ελλήνων και Λατίνων δημιούργησαν ένα εχθρικό πολιτιστικό και αστικο-αρχιτεκτονικό περιβάλλον για τις δυο κοινότητες της Λευκωσίας.

Με την ανατολή του 14ου αιώνα, όμως, οι σχέσεις μεταξύ Ελλήνων και Λατίνων είχαν απομακρυνθεί από τον αρχικά αντιμαχόμενο χαρακτήρα τους, με δεδομένες τόσο τη σταθερότητα και ασφάλεια που έδωσε στους Λουζινιάν η μακροχρόνια παραμονή τους στη διακυβέρνηση του βασιλείου, αλλά και την όλο και αυξανόμενη οικονομική του ευημερία. Η άφιξη, από το 1291 και μετά, δεκάδων χιλιάδων προσφύγων και νέων εθνοτήτων από τα κατεστραμμένα σταυροφοριακά βασίλεια των Αγίων Τόπων σήμανε μια επιπρόσθετη, σημαντική αλλαγή στον κοινωνικο-αστικό ιστό της πόλης. Οι πρόσφυγες από την Ανατολή ίδρυσαν και κατοίκησαν δικές τους γειτονιές, κατά βάση στο βορειοανατολικό κομμάτι της πόλης και, απομακρυνόμενοι από τους νότιους λόφους, επιμήκυναν το αστικό τοπίο βορείως του Πεδιαίου και ανατολικά του θρησκευτικού πυρήνα, κατά μήκος της κοιλάδας.

03 - Αγία Σοφία (Ελληνικός Καθεδρικός): Λεπτομέρεια κεντρικού κλίτους, © Πάνος Λεβέντης

03 – Αγία Σοφία (Ελληνικός Καθεδρικός): Λεπτομέρεια κεντρικού κλίτους, © Πάνος Λεβέντης 

[εικ.3] Μαζί με τους πρόσφυγες από την Ανατολή, και στα πλαίσια του διαμορφούμενου πολυπολιτισμικού αστικού περιβάλλοντος, η ελληνική πλειονότητα της πόλης ξανα-αποκτούσε σιγά-σιγά μεγαλύτερες θρησκευτικές και άλλες ελευθερίες και προνόμια. Με το τέλος του 13ου αιώνα, οι Έλληνες βρέθηκαν να κατοικούν το νότιο και νοτιοανατολικό κομμάτι της Λευκωσίας, αφού στα 100 χρόνια που είχαν περάσει η πόλη επεκτάθηκε βόρεια του ποταμού. Από τη δεύτερη δεκαετία του 14ου αιώνα μέχρι και το 1371 τουλάχιστον, η ελληνική κοινότητα επανιδρύει εκκλησίες και μοναστήρια που είχαν κλείσει ή υπολειτουργούσαν μέσα στην πρωτεύουσα από την αρχή της περιόδου των Λουζινιάν, με πιο λαμπρό παράδειγμα την αποκατάσταση και διεύρυνση του ελληνικού καθεδρικού ναού στον πυρήνα της Αγίας Σοφίας, ο οποίος, αρχικά αντίπαλο δέος του λατινικού καθεδρικού στα βόρειά του, έμελλε να γίνει μέρος ενός αρχιτεκτονικού και θρησκευτικού διαλόγου για τα επόμενα διακόσια χρόνια.

Ταυτόχρονα, η Κύπρος μεταμορφωνόταν στον σημαντικότερο και πλουσιότερο εμπορικό κόμβο της ανατολικής Μεσογείου. Η περαιτέρω ανάπτυξη κοινοτήτων κατοίκων και εμπόρων που είχαν ήδη ιδρυθεί από τις ιταλικές δημοκρατίες (Βενετία, Γένοβα, Πίζα και Φλωρεντία) στο νέο μεγάλο λιμάνι, την Αμμόχωστο, αλλά και στη Λευκωσία, ήταν απλά θέμα χρόνου. Η έρευνα δείχνει πως οι Ιταλοί κατοίκησαν και “πύκνωσαν” κυρίως το βορειοδυτικό κομμάτι της πρωτεύουσας, μεταξύ του θρησκευτικού της πυρήνα (καθεδρικοί) και της περιφέρειας των δυτικών μοναστηριών: Αναφέρεται πως η πολυάριθμη ενετική κοινότητα της Λευκωσίας του 14ου αιώνα είχε μια εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Νικόλαο.[10] Στην αυλή του σημερινού τεμένους Arab Ahmet, στο βορειοδυτικό τεταρτημόριο της εντός των τειχών πόλης, υπάρχουν ακόμη αρκετές ταφόπλακες του ύστερου μεσαίωνα που φέρουν ονόματα μεγάλων ενετικών οικογενειών.

04 - Εξώπορτα στην περιοχή της Ιταλικής γειτονιάς, © Πάνος Λεβέντης

04 – Εξώπορτα στην περιοχή της Ιταλικής γειτονιάς, © Πάνος Λεβέντης 

[εικ.4] Ενώ, λοιπόν, η μεγάλη μεσαιωνική εκκλησία, ίσως ο Άγιος Νικόλαος, πάνω στα ερείπια της οποίας υψώθηκε το Arab Ahmet, βρισκόταν στην ενετική γειτονιά της πόλης, περίπου 200 μέτρα βορειοανατολικά από αυτό το σημείο, μπορούμε να εντοπήσουμε και την γενουάτικη γειτονιά. Εδώ, έως και τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα, υπήρχαν ερείπια που λεγόντουσαν “Τα Γενουάτικα Σπίτια”.[11] Από το 1234, με βασιλική διαταγή, είχε δοθεί για χρήση από τη γενουάτικη κοινότητα της Λευκωσίας ένας αριθμός κτιρίων και ένα δημόσιο λουτρό που βρίσκόντουσαν “μεταξύ της δημόσιας οδού και του ποταμού”,[12] ενώ ένα αιώνα αργότερα, μια ανανέωση της συμφωνίας επανασημείωνε το λουτρό, δίπλα από το οποίο βρισκόταν τώρα η εκκλησία της Αγίας Φωτεινής.[13] Η λότζια των γενουατών, για την οποία θα μιλήσουμε πιο κάτω, ένα κτίριο η χρήση του οποίου παραπέμπει στα σημερινά προξενεία και πολιτιστικές ή εμπορικές αντιπροσωπείες ξένων χωρών, αναφέρεται για πρώτη φορά στις πηγές το 1297.[14]

Βόρεια από τα “Γενουάτικα Σπίτια”, κοντά στην αναγεννησιακή Porta Del Proveditore, την Πύλη της Κερύνειας, ένας δημόσιος χώρος επιβίωνε κατά τον 16ο αιώνα γνωστός ως “Πλατεία των Πιζάνων”,[15] ο οποίος μπορεί να θεωρηθεί ο πυρήνας γύρω από τον οποίο κατοίκησε η ομώνυμη κοινότητα από τα τέλη του 13ου αιώνα.[16] Την ίδια στιγμή, ο μεγάλος ανταγωνιστής της Πίζας, η Φλωρεντία, επίσης σχετίστηκε με τη Λευκωσία:[17] Μεταξύ του 1299 και του 1301, πολλοί Λευκωσιάτες φαίνεται να δανείστηκαν ή ακόμη και να δάνεισαν μεγάλα χρηματικά ποσά στις τράπεζες Peruzzi και Mozzi της Φλωρεντίας.[18] Και ενώ δεν έχει βρεθεί ακόμη κάποια απτή, κτισμένη μαρτυρία της παρουσίας της Φλωρεντίας στην πρωτεύουσα, η μνήμη εμπόρων από τη Φλωρεντία στην Κύπρο των αρχών του 14ου αιώνα επιζεί και μέσα από το γνωστό Δεκαήμερο του μεγάλου ποιητή Ιωάννη Βοκκάκιου,[19] μέσα στο οποίο αναφέρονται τέσσερεις ιστορίες εμπόρων από τη Φλωρεντία να ταξιδεύουν προς και από την Κύπρο, προσπαθώντας να πετύχουν εμπορικές συμφωνίες.[20]

05 - Επανάχρηση αψίδας σε εξώπορτα στην περιοχή της Κάτω Πλατείας, © Πάνος Λεβέντης

05 – Επανάχρηση αψίδας σε εξώπορτα στην περιοχή της Κάτω Πλατείας, © Πάνος Λεβέντης 

2. Πολυσυλλεκτική Πόλη: Το Μοναστήρι της Παναγίας της Τύρου και οι Γιορτές του 1310 στην Κάτω Πλατεία 

[εικ.5] Στο μεταξύ, το νησί κυβερνούσε ο Ερρίκος ο Β΄ Λουζινιάν, του οποίου η μακρά, τεσσαρακονταετής βασιλεία (1285-1324) διακόπηκε για 4 χρόνια (1306-1310) μετά από ένα πραξικόπημα που διοργανώθηκε από τον αδελφό του, Αμάλριχο, ο οποίος εξόρισε το βασιλιά στο σταυροφοριακό βασίλειο της Αρμενίας, το οποίο ακόμη επιζούσε βόρεια της Κύπρου, στα παράλια της Ανατολίας. Η νέα πολιτισμική πραγματικότητα της πόλης διαφαίνεται από το ξέσπασμα θυμού της μητέρας του Ερρίκου και του Αμάλριχου, όταν βγήκε στο μπαλκόνι του παλατιού το 1310, και για να ακουστεί και κατανοηθεί από τους αστούς της Λευκωσίας, φώναζε, έβριζε και αναθεμάτιζε δημόσια τον πραξικοπηματία γιο της στα Γαλλικά, στα Ελληνικά και στα Αραβικά.[21] Εκτός από τις παλαιές οικογένειες Σταυροφόρων, τα Αραβικά-Αραμαϊκά είχαν τώρα εισάξει στην Κύπρο οι Σύροι Χριστιανοί πρόσφυγες από τα σταυροφοριακά βασίλεια της Ανατολής.

Στην τρίγλωσση πρωτεύουσα, προσθέτοντας την ιταλική γλώσσα των εμπορικών κοινοτήτων αλλά και τα Λατινικά που διδάσκονταν στα θρησκευτικά σχολεία, είχε ριζώσει τώρα η πολυσυλλεκτικότητα: Λίγες μέρες πριν το πραξικόπημα του 1306, ο μοναχός Νικόλαος από τη Μασσαλία είχε κάνει διάλεξη στο σχολείο του μοναστηριού των Δομηνικανών για τα διδάγματα του γνώριμου μας Θωμά Ακινάτη.[22] Αυτή ήταν και η πρώτη αναφορά σε θέση σχολείου στη Λευκωσία, ενώ την ύπαρξη ελληνικών σχολείων επιβεβαιώνει ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γεώργιος ο Κύπριος, ο οποίος φοίτησε σε ένα σπό αυτά τη δεκαετία του 1280. Επισκέπτες στην Κύπρο κατά το πρώτο μισό του 14ου αιώνα εντυπωσιάζονται από τις γλωσσικές ικανότητες των κατοίκων: Ο Ιταλός μοναχός Ιάκωβος από την Βερόνα αναφέρει πως “όλοι στην Κύπρο μιλάνε Ελληνικά. Γνωρίζουν καλά τα Αραβικά και τα Γαλλικά, αλλά χρησιμοποιούν κυρίως τα Ελληνικά”,[23] και ο Γερμανός Λουδόλφος από το Σούντχαϊμ υπερθεματίζει πως “διδασκόμενες σε εξειδικευμένα σχολεία, οι γλώσσες κάθε έθνους στη γή ακούγονται, διαβάζονται και ομιλούνται στην Κύπρο”.[24]

06 - Τοίχος στην οδό Θησέως 52 στην περιοχή της Κάτω Πλατείας, © Πάνος Λεβέντης

06 – Τοίχος στην οδό Θησέως 52 στην περιοχή της Κάτω Πλατείας, © Πάνος Λεβέντης 

[εικ.6] Όταν ο Αμάλριχος δολοφονήθηκε μέσα στο βασιλικό παλάτι της πολυγλωσσικής Λευκωσίας στις 5 Ιουνίου του 1310, ο Ερρίκος επέστρεψε στο νησί με τιμές, τιμωρώντας τους συνεργούς στο πραξικόπημα εναντίον του. Οι σκληρές, συχνές, αλλά και οι υποτιθέμενα συχνά άδικες αποφάσεις του βασιλιά έδωσαν στον Ερρίκο μια φήμη που σύντομα απλώθηκε σε όλη την ήπειρο. Στο οργισμένο τετράστιχο του μεγαλύτερου ποιητή του ύστερου μεσαίωνα, του Δάντη, που βρίσκουμε στον “Παράδεισο” της Θείας Κωμωδίας, “Η Φαμαγκούστα κλαίν κι η Λευκωσία για τ’ άνομο θεριό τους και μουγκρίζουν, που απ’ τ’ άλλα τα θεριά δεν ξεμακραίνει…”,[25] ένας αετός-σύμβολο της θείας δίκης μιλάει με τη φωνή των δίκαιων ανθρώπων και καταδικάζει τους άδικους βασιλιάδες της Ευρώπης του 14ου αιώνα. Ανάμεσα τους είναι και το “θεριό” της Κύπρου, ο Ερρίκος, κάτω απ’ το ζυγό του οποίου η Αμμόχωστος και η Λευκωσία κλαίνε, περιμένοντας την επιστροφή της δικαιοσύνης στον τόπο τους.

Αν ο Δάντης, αντί για τη μακρυνή Φλωρεντία, βρισκόταν τον Αύγουστο του 1310 στην Κάτω ή Ανατολική Πλατεία της Λευκωσίας, θα τον περίμενε σίγουρα μια μεγάλη έκπληξη: Τα χρονικά θυμίζουν με έμφαση πως με την ανακοίνωση της απελευθέρωσης του Ερρίκου και της αναμενόμενης επιστροφής του στην Κύπρο, ξεκίνησαν μεγάλες γιορτές στις λότζιες των Πιζάνων, των Ενετών και των Γενουατών,[26] ενώ οι πρώτοι χώροι που “ντύθηκαν” με μεταξένια και επίχρυσα υφάσματα ήταν η “περιοχή των σημαιών” και η “περιοχή των ανακοινώσεων”, οι οποίες βρίσκονταν και οι δύο μέσα στην Κάτω Πλατεία, το μεγαλύτερο δημόσιο χώρο της Λευκωσίας. Η γιορτινή πόλη και η φωτισμένη πλατεία γέμισαν με μουσικές από τρομπέτες και κρουστά για τρεις ημέρες και τρεις νύχτες. Αστοί και οι λαϊκοί μαζί, σε μια σπάνια κοινή εκδήλωση χαράς, “έντυσαν” τα κτήρια και στην “περιοχή των συναλλαγών”, επίσης εντός της Κάτω Πλατείας.

07 - Επανάχρηση σπαράγματος στο καμπαναριό του Αγίου Αντωνίου, © Πάνος Λεβέντης

07 – Επανάχρηση σπαράγματος στο καμπαναριό του Αγίου Αντωνίου, © Πάνος Λεβέντης 

[εικ.7] Η γιορτινή ατμόσφαιρα τόσο συνεπήρε την πόλη, που ακόμη και “όμορφες, νεαρές μοναχές” θεάθηκαν να βγαίνουν τη νύχτα, καλυμμένες με μακρυά μαντήλια, από την πύλη του μοναστηριού της Παναγίας της Τύρου, που συνόρευε με την Κάτω Πλατεία, για να παρακολουθήσουν τις εκδηλώσεις.[27] Το μοναστήρι, το οποίο αναφέρεται στις πηγές από τα μέσα του 13ου αιώνα, ήταν μια σημαντική παρουσία στην Κάτω Πλατεία, αφού κατείχε κήπους και περιβόλια εντός της πόλης, συνόρευε με το παλάτι και είχε οπτική επαφή με τα καταλύματα της βασίλισσας στη νότια πλευρά του παλατιού. Η εκκλησία του Αγίου Αντωνίου, κτισμένη το 18ο αιώνα πάνω στα ερείπια προϋπάρχοντος μοναστηριού, είναι σίγουρα μια τοποθεσία κοντά στην οποία θα μπορούσαμε να φανταστούμε το μεσαιωνικό μοναστήρι να ορθώνεται. Μετά από το σεισμό του 1303, μεγάλες ρωγμές εμφανίστηκαν στα κτήριά του, και η ηγουμένη έδωσε την έγκρισή της στην πρόταση του βασιλιά Ερρίκου να κατεδαφιστεί και να ξανακτιστεί το σύνολο των μοναστηριακών εγκαταστάσεων.

Τα έργα ξενίκησαν το 1306 με την προσφορά 18,0000 βυζαντίων από το βασιλιά, αλλά αμέσως μετά το πραξικόπημα σταμάτησαν, γιατί η ηγουμένη Μαργαρίτα, μέλος της σταυροφοριακής οικογένειας των Ιβελίνων και συγγενής του Ερρίκου και του Αμάλριχου, δεν έκρυψε τη συμπάθειά της για το βασιλιά. Εννιά μέρες μετά το φόνο του Αμάλριχου το 1310, και ενώ το πολιτικό τοπίο στην πόλη ήταν ακόμη θολό, σύμμαχοι του Αμάλριχου έκαναν έφοδο στο Μοναστήρι μετά από υποτιθέμενες πληροφορίες πως οι φονιάδες κρύβονταν μέσα σ’ αυτό. Η οργισμένη παρέα του δολοφονηθέντος πρίγκηπα κατέστρεψε την επίπλωση και τα παράθυρα όσων κτηρίων είχαν ήδη ανακατασκευαστεί, περιλαμβανομένων των κελλιών των μοναχών και της εκκλησίας, προσπάθησαν ακόμη και να επιχώσουν το πηγάδι στη μέση της αυλής, και κράτησαν αιχμάλωτη τη Μαργαρίτα και τις μοναχές της όλο το βράδυ με την απειλή των σπαθιών τους. Οι νεαρές μοναχές της Παναγίας της Τύρου, λοιπόν, έχοντας αρκετούς λόγους να γιορτάζουν την επιστροφή του Ερρίκου στην πόλη, έκαναν την σπάνια δημόσια εμφάνισή τους στην Κάτω Πλατεία.

08 - Λεπτομέρεια κιονόκρανου με θυρεό των Λουζινιάν, © Πάνος Λεβέντης

08 – Λεπτομέρεια κιονόκρανου με θυρεό των Λουζινιάν, © Πάνος Λεβέντης 

[εικ.8] Πέρα από την Πλατεία, τα επίθετα “Κάτω” και “Των Συναλλαγών” χρησιμοποιούνταν επίσης για την γέφυρα πάνω από τον Πεδιαίο στην βόρεια πλευρά της πλατείας, αλλά και για τη μεγάλη πύλη στην ανατολική πλευρά της πλατείας, απ΄ όπου εισέρχονταν άνθρωποι, ζώα και εμπορεύματα, αφού πλήρωναν φόρο εισόδου. Με την ανακοίνωση του Σεπτέμβρη του 1310 πως ο Ερρίκος είχε καταφθάσει στο λιμάνι της Αμμοχώστου, το ποτάμι και η πλατεία ξαναντύθηκαν στα γιορτινά τους, “από την μια όχθη μέχρι την άλλη, δηλαδή, από την μικρή πλατεία μπροστά από την εκκλησία του Αγίου Ιουλιανού, μέχρι και τη “βόττα”, το θολωτό δηλαδή πέρασμα κάτω από το σπίτι του Ιωάννη Ντε Μπρι, απέναντι από το παλάτι.”[28] Εκτός από τον Άγιο Ιουλιανό, φαίνεται επίσης πως στη βόρεια πλευρά της Κάτω Πλατείας, στη σημερινή περιοχή βόρεια του Παγκυπρίου Γυμνασίου, στοιχιζόντουσαν άλλες δύο εκκλησίες, ο Άγιος Γεώργιος και η Αγία Μαύρη, αφού αναφέρονται αρκετές φορές στα χρονικά κατά τα γεγονότα από το 1306 μέχρι το 1310, με συνομωσίες ή συναντήσεις να λαμβάνουν χώρα μπροστά ή και μέσα σ’αυτές.

Κατά τη μέρα επιστροφής και εισόδου του Ερρίκου στη Λευκωσία, η Κάτω Πλατεία διακοσμήθηκε για τρίτη φορά. Τώρα οι κάτοικοι κατέβηκαν στην Πλατεία περπατώντας σε ομάδες ντυμένοι με διάφορα χρώματα: Οι Φράγκοι αστοί φόραγαν λευκά με κόκκινες ρίγες, οι Σύροι αστοί και γραμματικοί περπάταγαν ντυμένοι με κοκκινοπράσινες φορεσιές, οι Γενοβέζοι είχαν μωβ ημίσακους πάνω από κίτρινες κάπες, οι Ενετοί ήταν ντυμένοι κιτρινοκόκκινα, και οι Πιζάνοι κατακόκκινα. Γύρω απ’ αυτή την πολύχρωμη λαοθάλασσα, τα κτήρια κατά μήκος της “μεγάλης οδού” και της “οδού των Σύρων” είχαν επίσης με επιμέλεια διακοσμηθεί. Κατά την είσοδο στην Πλατεία, χίλιοι ιππείς με ντυμένα άλογα, παραταγμένοι σε διακόσιες σειρές των πέντε, προηγήθηκαν του Ερρίκου. Η ίδια η βασιλική ακολουθία αποτελούνταν από εβδομήντα Ιππότες του Τάγματος του Αγίου Ιωάννη με πλήρεις πανοπλίες, παρατεταγμένοι σε δεκατέσσερεις σειρές των πέντε, εφτά πριν και εφτά ακολουθώντας το βασιλιά. Τους Ιππότες ακολούθησαν άλλοι χίλιοι ιππείς στην ίδια παράταξη, και την πορεία ολοκλήρωσαν τέσσερεις χιλιάδες πεζοί αλλά οπλισμένοι στρατιώτες παρατεταγμένοι σε τετρακόσιες σειρές των δέκα.[29]

09 - Λεπτομέρεια από το Μπουγιούκ Χαμάμ, στην περιοχή του ποταμού, © Πάνος Λεβέντης

09 – Λεπτομέρεια από το Μπουγιούκ Χαμάμ, στην περιοχή του ποταμού, © Πάνος Λεβέντης 

3. Καταστροφή και Ουμανισμός: Γεφύρια, Εργοτάξια και οι Πλημμύρες του 1330 

[εικ.9] Είκοσι χρόνια μετά τη θριαμβευτική επιστροφή και τη μνημειώδη είσοδο του Ερρίκου στην Κάτω Πλατεία της Λευκωσίας, και έξι χρόνια μετά το θάνατό του, ένα δραματικό γεγονός έμελλε να απασχολήσει και πάλι το σύνολο των κατοίκων της πρωτεύουσας: Στις 10 Νοεμβρίου του 1330, μετά από πολλές ημέρες και νύχτες συνεχούς βροχής, η στάθμη του ποταμού ανέβαινε επικίνδυνα.[30] Στο κέντρο της πόλης, στο ύψος της Άνω Πλατείας, βορειοδυτικά της σημερινής Πλατείας Φανερωμένης, δέντρα και πέτρες που είχαν παρασυρθεί από το ορμητικό ποτάμι σχημάτισαν ένα φυσικό εμπόδιο για το νερό στο επονομαζόμενο γεφύρι του Σινεσκάρδου. Aποτελέσμα ήταν το νερό να ξεχυθεί στους δρόμους και τις πλατείες της πόλης, οι δομημένες σε χαμηλότερο υψόμετρο γειτονιές να πλημυρίσουν και να καταστραφούν, και, σύμφωνα με τα χρονικά, από τρεις μέχρι έντεκα χιλιάδες άνθρωποι να πνιγούν.[31]

Φαίνεται πως ο ποταμός απασχολούσε συχνά τους κατοίκους με υπερχειλίσεις, αφού μια αναφορά στις Ασίζες, τον νομικό κώδικα του βασιλείου της Κύπρου, προνοούσε πως όποιος, κατόπιν διαταγής να παρουσιαστεί σε δικαστήριο, αδυνατούσε να το πράξει γιατί η στάθμη του ποταμού ήταν τόσο ψηλή που δεν μπορούσε να τον διασχίσει, δεν θα τιμωρούνταν. Θα έπρεπε λοιπόν να φωνάξει τουλάχιστον δύο μάρτυρες από την αντίπερα όχθη, οι οποίοι να μεταφέρουν μήνυμα για την κατάσταση στο βισκούντη στο δικαστήριο, και να πάρει αναβολή.[32] O η έκταση της φονικής πλημύρας και της καταστροφής του 1330 θα πρέπει όμως να αναζητηθεί στην κατασκευή των υστερομεσαιωνικών τειχών της Λευκωσίας, ένα έργο που άρχισε κατά τη βασιλεία του Ερρίκου το 1310, αμέσως μετά την επιστροφή του από την εξορία. Το 1330, παρ’ όλο που σίγουρα το τιτάνιο έργο δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί, η πόλη ήταν ήδη αρκετά “έγκλειστη” στα καινούργια τείχη. Μετά το εμπόδιο στη γέφυρα του Σινεσκάρδου από δέντρα και πέτρες, ίσως ακόμη και από οικοδομικά υλικά για τα τείχη, και την εκτροπή των ορμητικών νερών στις γειτονιές της εντειχισμένης πόλης, δεν υπήρχε διέξοδος ούτε για το ποτάμι, ούτε για τους ανθρώπους.[33]

10 - Αγία Σοφία (Λατινικός Καθεδρικός): Λεπτομέρεια νάρθηκα, © Πάνος Λεβέντης

10 – Αγία Σοφία (Λατινικός Καθεδρικός): Λεπτομέρεια νάρθηκα, © Πάνος Λεβέντης 

[εικ.10] Μέχρι τα μέσα του 14ου αιώνα τουλάχιστον έξι γεφύρια είχαν κατασκευαστεί πάνω από τον Πεδιαίο στην εντός των τειχών πόλη, από το γεφύρι των Συναλλαγών στην Κάτω Πλατεία στο ανατολικό άκρο της πόλης (ανατολικά της σημερινής πύλης Αμμοχώστου), το οποίο αναφέρθηκε ήδη σε σχέση με τα γεγονότα του 1310, και δίπλα από το οποίο λάμβαναν χώρα οι δημόσιες εκτελέσεις, μέχρι το γεφύρι του Αγίου Δομίνηκου δίπλα από το ομώνυμο μεγάλο μοναστήρι στο δυτικό άκρο της πόλης (κοντά στη σημερινή πύλη Πάφου), όπου και το ποτάμι εισερχόταν στην πόλη. Αμέσως μετά το γεφύρι του Αγίου Δομήνικου βρισκόταν το γεφύρι του Σινεσκάρδου, δίπλα από την κατοικία του στρατιωτικού ακόλουθου, απ’ όπου άρχισε η καταστροφική πλημύρα. Mε άμεση εντολή του αρχιεπισκόπου της Λευκωσίας, Ιταλού Ιωάννη ντελ Κόντε, άνοιξε το αρχιεπισκοπικό μέγαρο στο κέντρο της πόλης, και εκατοντάδες πλημυροπαθείς βρήκαν καταφύγιο στην μεγάλη αυλή και τα διαμερίσματα που την περιστοίχιζαν.

Όσους δε μπορούσαν να στριμωχτούν στην αρχιεπισκοπή, ο Ιωάννης έστειλε στον γειτονικό λατινικό καθεδρικό ναό στην Αγία Σοφία, του οποίου η οροφή είχε μόλις όλοκληρωθεί μετά από επανειλημμένες επιτυχείς προσπάθειες συγκέντρωσης πόρων από τον αρχιεπίσκοπο, καθώς και σε άλλες εκκλησίες και μοναστήρια που βρισκόντουσαν σε γειτονιές με ψηλότερο υψόμετρο. Με το τέλος της καταστροφής, τοποθετήθηκαν καρφιά στον Άγιο Γεώργιο στην Κάτω Πλατεία και σε άλλα σημεία της πόλης που υπέστησαν καταστροφές, τα οποία έδειχναν την ψηλότερη στάθμη της πλημύρας. Με προτροπή του αρχιεπισκόπου και ξεκινώντας από την Αγία Σοφία, οι κάτοικοι της Λευκωσίας πορεύονταν μαζί σε λιτανεία και προσευχή γύρω από τα τείχη της πόλης κάθε πρωί για 40 ημέρες, μνημονεύωντας την καταστροφή και όσους χάθηκαν τη νύχτα της 10ης Νοεμβρίου.[34] Αυτή η μοναδικά συμβολική λιτανεία “προστασίας της πόλης” γύρω από τα τείχη, κάθε 10 Νοέμβρη, συνεχιζόταν τουλάχιστον έναν αιώνα αργότερα.[35]

11 - Αγία Σοφία (Λατινικός Καθεδρικός): Λεπτομέρεια κύριας εισόδου, © Πάνος Λεβέντης

11 – Αγία Σοφία (Λατινικός Καθεδρικός): Λεπτομέρεια κύριας εισόδου, © Πάνος Λεβέντης 

[εικ.11] Σπάνια για την εποχή της, η φιλευσπλαχνία του Αρχιεπισκόπου Ιάκωβου και της άρχουσας τάξης και η αρμονική συμβίωση και αληλοβοήθεια των κατοίκων κατά την καταστροφή του 1330 έχει ίσως και μια επιπρόσθετη εξήγηση: Την εισαγωγή στην Λευκωσία, τόσο από την Κωνσταντινούπολη όσο και από την Φλωρεντία, του φιλοσοφικού – φιλολογικού ρεύματος του Ουμανισμού, προπομού της Αναγέννησης. Ενας κατάλογος με τα περιεχόμενα της βιβλιοθήκης του επισκόπου Γουίδου Ιβελίνου από τη δεκαετία του 1350 μαρτυρεί το βάθος της Ουμανιστικής “εισβολής”, που έφτανε πέρα από την αστική τάξη, και διείσδυε μέσα στην κατοικία ενός αυστηρού Δομηνικανού επισκόπου:[36] Εκτός από τους αναμενόμενους θρησκευτικούς τίτλους και πολλά έργα του γνωστού μας Ακινάτη, ο Γουίδος κατείχε μεταφράσεις του Αριστοτέλη, περιλαμβανόμενου και του “Περι Φυσικής”, βιβλία ιατρικής, μελέτες φύσης και τοπογραφίας, ακόμη και ένα τόμο ερωτικής ποίησης.

Η βασιλεία του Ούγου του Δ΄ (1324-1358) ήταν μια περίοδος μεγάλης οικονομικής ευμάρειας και άνευ προηγουμένου άνθησης των Γραμμάτων, των Τεχνών και της Αρχιτεκτονικής στην πόλη, και αυτή που διευκόλυνε την Ουμανιστική “εισβολή”, με τις ανθρωπιστικές και πλουραλιστικές προεκτάσεις της. Μέσω των σχέσεων του Ούγου με τον Ιωάννη Βοκκάκιο, η Κύπρος έπαιξε ενεργό ρόλο στην καθιέρωση και πανευρωπαϊκή διάδοση του Ουμανισμού.[37] Μαζί με τους κάθε λογής εμπόρους που έφταναν στο νησί, γνωστοί φιλόσοφοι, ποιητές και καλλιτέχνες έκαναν αισθητή την παρουσία τους στην πόλη και στην Αυλή του Ούγου: Ο Παύλος ο Γεωμέτρης, γνωστός αστρονόμος στην Ιταλία του 14ου αιώνα,[38] αναφέρεται από τον Βοκκάκιο ως αδελφικός φίλος του Ούγου, μετά από εντολή του οποίου ο Βοκκάκιος έγραψε τη Γενεαλογία των Θεών αφιερώνοντάς την στον Κύπριο βασιλιά.[39]

12 - Αγία Σοφία: Επισκοπικό κτίσμα (;) νότια του Λατινικού Καθεδρικού, © Πάνος Λεβέντης

12 – Αγία Σοφία: Επισκοπικό κτίσμα (;) νότια του Λατινικού Καθεδρικού, © Πάνος Λεβέντης 

[εικ.12] Ακόμη, ο Andalò di Negro, αυθεντία στην αστρονομία και την αστρολογία,[40] ταξιδιώτης και ποιητής, φαίνεται να ήταν δάσκαλος τόσο του Βοκκάκιου στη Φλωρεντία, όσο και του Ούγου στη Λευκωσία.[41] Πρόξενος της Γένοβας σε αρκετές πόλεις από το 1300 μέχρι το 1320, φαίνεται να ήρθε στην Κύπρο και να έζησε στη Λευκωσία στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Ούγου, πριν την επιστροφή και το θάνατό του στη Νάπολη το 1334.[42] Τέλος, οι στενές σχέσεις του Ούγου με τον Κύπριο φιλόσοφο και ποιητή Γεώργιο Λαπίθη, ο οποίος ποτέ δεν εγκατέλειψε το αγαπημένο του νησί, υπογραμμίζουν τη σημασία της ελληνικής λόγιας σκέψης και λογοτεχνίας στη Λευκωσία του 14ου αιώνα. Οι γνώσεις του Λαπίθη στη Λογική, τις Γραφές και τα Αρχαία Ελληνικά ήταν συχνό θέμα στις φιλολογικές και φιλοσοφικές συζητήσεις στην αυλή του παλατιού.

Το αποτέλεσμα της περιόδου αυτής στην γλωσσική, πολιτισμική και καλλιτεχνική δημιουργία της πρωτεύουσας και της κυπριακής κοινωνίας γενικότερα καταδεικνύεται και από μια ενδιαφέρουσα περιγραφή του 1328 που αφορά στο αγρόκτημα-φέουδο της Ψημολόφου.[43] Παλαιά ιδιοκτησία των Ναϊτών Ιπποτών, το αγρόκτημα δόθηκε στο Πατριαρχείο της Ιερουσαλήμ το 1313, και ο Βερνάρδος, Ιππότης του Τάγματος του Αγίου Ιωάννη, ανέλαβε την διοίκησή του. Η περιγραφή του Έλληνα γραμματικού του αγροκτήματος, Γεώργιου Πανηγύρη, γραμμένη σε ελλινίζοντα λατινικά, διατηρεί σημαντικές λεπτομέρειες για τα έργα ανακατασκευής που διέταξε ο Ιταλός Βερνάρδος, μετά από οδηγίες του Φράγκου Ερρίκου, νέου ιδιοκτήτη του αγροκτήματος: Ο Έλληνας αρχι-οικοδόμος Κωνσταντίνος με το εργαστήρι του κλήθηκαν από τη Λευκωσία να ηγηθούν των έργων έναντι αδρής αμοιβής. Έξι Έλληνες ειδικοί ξυλουργοί και οι τρεις γιοί τους ήρθαν επίσης από την πρωτεύουσα, και μέσα σε έξι εβδομάδες είχαν ανακατασκευάσει πλήρως δύο νερόμυλους και εφτά κτήρια, μεταξύ αυτών το φούρνο, στον οποίο δούλευαν οι Σύροι Μπεχνά και Χάννα, το ελαιοτριβείο, τους σταύλους για τα ζώα, τις εγκαταστάσεις για τους ελεύθερους εργάτες αλλά και τους σκλάβους, και τη γέφυρα που οδηγούσε στο αγρόκτημα περνώντας πάνω από τον Πεδιαίο. Δύο σειρές από πέτρες τοποθετήθηκαν για τη θεμελίωση κάθε κτιρίου, και τούβλα ψήθηκαν για τους τοίχους. Οι οροφές, από ξύλινες δοκούς, υποστηρίζονταν από διακοσμημένους “φράγκικους” (δηλ. γοτθικούς) κίονες, δημιούργημα του αρχι-οικοδόμου Κωνσταντίνου.[44]

13 - Επανάχρηση κιονόκρανου στην περιοχή του Παλατιού (Μουσείο Λαϊκής Τέχνης), © Πάνος Λεβέντης

13 – Επανάχρηση κιονόκρανου στην περιοχή του Παλατιού (Μουσείο Λαϊκής Τέχνης), © Πάνος Λεβέντης 

4. Μύθος και Κάθαρση: Ο Φόνος του Βασιλιά Πέτρου, η Γοργόνα Μελουζίνη, και το Παλάτι το 1369 

[εικ.13] Το τέλος της εποχής αυτής σημοτοδοτήθηκε με το φόνο του βασιλιά Πέτρου του Α΄, γιου του Ούγου, στις 16 Ιανουαρίου του 1369, ο οποίος περιγράφεται με λεπτομέρεια στις πηγές.[45] Πολλοί ερευνητές έχουν αναζητήσει και συζητήσει τους λόγους του συμβάντος και τα κίνητρα αυτών που το έπραξαν,[46] αλλά έχουν συχνά παραβλέψει το γεγονός πως οι συνεχείς σταυροφορίες του Πέτρου κατά την δεκαετία της βασιλείας του (1359-69), οι οποίες διατήρησαν το μύθο του Κύπριου βασιλιά στην Ευρώπη, την ίδια στιγμή στέρησαν από το νησί πλούτο και πόρους, δημιούργησαν ένα τόξο εχθρών γύρω από την Κύπρο, και αποστασιοποίησαν τον Πέτρο από την αστική τάξη και το λαό. Οι πολλοί φίλοι έγιναν λοιπόν πολλοί εχθροί, εντός και εκτός, με την Γενουάτικη εισβολή του 1373 και την κατοχή της Αμμοχώστου να κλείνουν τον “Χρυσό Αιώνα” της υστερομεσαιωνικής Λευκωσίας και της Κύπρου.

Στην επταμελή ομάδα η οποία εισήλθε το πρωί της 16ης Ιανουαρίου στην αυλή του παλατιού με σκοπό να θέσει τέλος τόσο στη ζωή του Πέτρου και όσο και στην “παράξενη” δεκαετία που διάνυε η πόλη και το βασίλειο, συμμετείχαν και δύο από τα αδέλφια του βασιλιά, οι οποίοι πίστευαν πως οδηγούσαν τους υπόλοιπους στον Πέτρο για να του παρουσιάσουν την απαίτηση των αστών να ανανεώσει τους όρκους πίστης και διακυβέρνησης σύμφωνα με τους νόμους του βασιλείου.[47] Το αστικό σύμπλεγμα του παλατιού, ένας εντοιχισμένος χώρος που καταλάμβανε μεγάλο μέρος του ανατολικού τμήματος της Λευκωσίας, γύρω περίπου από τον σημερινό καθεδρικό ναό του Αγίου Ιωάννη, την αρχιεπισκοπή και τη θέση του νέου δημαρχείου, διέθετε πληθώρα εγκαταστάσεων, μεταξύ των οποίων εκκλησίες, παρεκκλήσια, λουτρά, αμυντικούς και αποθηκευτικούς πύργους, και την “κάβα”, ένα μεγάλο υπόγειο θολωτό χώρο, πιο δροσερό τα ζεστά μεσημέρια του καλοκαιριού και πιο θερμό τις κρύες νύχτες του χειμώνα, όπου η βασιλική οικογένεια περνούσε αρκετό από το χρόνο της.

14 - Κίονες στην περιοχή του Παλατιού (Μουσείο Λαϊκής Τέχνης), © Πάνος Λεβέντης

14 – Κίονες στην περιοχή του Παλατιού (Μουσείο Λαϊκής Τέχνης), © Πάνος Λεβέντης 

[εικ.14] Περνώντας εύκολα από τους φρουρούς στην κύρια πύλη του παλατιού και διασχίζοντας την αυλή, τον ενοποιητικό χώρο του συμπλέγματος τον οποίο έκπληκτοι περιηγητές είχαν περιγράψει σαν “μεγαλύτερη από την αντίστοιχη στη Νάπολη”, η ομάδα ανέβηκε από τη μεγάλη σκάλα και μπήκε στους εσωτερικούς χώρους της βασιλικής κατοικίας. Περνώντας την κιονοστοιχία της λότζιας και το μεγάλο δωμάτιο του θρόνου, όπου γινόντουσαν οι γιορτές και τα επίσημα δείπνα, μπήκαν στην ιδιωτική πτέρυγα του βασιλιά, στο βόρειο άκρο του συμπλέγματος. Αφού ελευθέρωσαν από ένα διπλανό δωμάτιο τον οικονόμο του Πέτρου, Ιωάννη Γκοράπ, ο οποίος είχε το προηγούμενο βράδυ φυλακιστεί και απειληθεί με αποκεφαλισμό από τον ψυχολογικά ασταθή πια Πέτρο, γιατί δεν μπόρεσε να φέρει καλό ελαιόλαδο για το βασιλικό δείπνο από σπαράγγια,[48] μπήκαν στο βασιλικό υπνοδωμάτιο. Σχεδόν αμέσως, ήταν ο οικονόμος Ιωάννης που χωρίς δισταγμό αποκεφάλισε το βασιλιά. Ακολούθησε μια σειρά από βαθιές μαχαιριές στο ακέφαλο σώμα του Πέτρου, μια από κάθε μέλος της ομάδας, συμβολίζοντας την κοινή ενέργεια. Ο τελευταίος της ομάδας ευνούχισε τον νεκρό βασιλιά, και κρατώντας τη ματωμένη σάρκα στο παράθυρο φώναξε προς την πόλη “αυτά σε οδήγησαν στο θάνατο”, και “γι’αυτά ο λαός σε σκότωσε”. Αμέσως μετά ήχησαν οι τρομπέτες και η μεγάλη σημαία αλλαγής ηγεσίας υψώθηκε προς τη μεριά του ποταμού.[49]

Η τελευταία ενέργεια πάνω στο ακέφαλο και άψυχο σώμα του Πέτρου αντιπροσωπεύει μια μορφή κάθαρσης για την περίπλοκη κατάσταση που είχε δημιουργηθεί στην πρωτεύουσα, η οποία περιείχε πολλαπλές πολιτικές αδικίες του βασιλιά, σε φίλους και μή, αλλά και πολλαπλές ερωτικές περιπέτειες με παντρεμένες κυρίες της αστικής τάξης. Οι πράξεις του βασιλιά τον μετέβαλαν σε μια συχρόνως αγαπητή και μισητή πατριαρχική φιγούρα της δυναστείας των Λουζινιάν. Αν αντιπαραβληθεί εδώ η Γενεαλογία των Θεών του Βοκκάκιου, που όπως αναφέρθηκε γράφτηκε είκοσι χρόνια πριν με εντολή του πατέρα του Πέτρου, βασιλιά Ούγου, θα δούμε πως ξεκινά με το μύθο του Κρόνου, πατέρα των θεών του Ολύμπου, ο οποίος έτρωγε κυριολεκτικά τα παιδιά του, και ο οποίος είχε επίσης ευνουχιστεί από την γυναίκα του Ρέα, από ζήλια για τις απιστίες του. Η συνέχεια του μύθου είναι γνωστή: Η Ρέα πέταξε τη θεϊκή σάρκα στην θάλασσα του Αιγαίου, απ΄ όπου παρασύρθηκε μέχρι τις δυτικές ακτές της Κύπρου, και εκεί, μεσα από τα κύματα, αναδύθηκε η Αφροδίτη, την οποία οι αρχαίοι Κύπριοι λάτρεψαν περισσότερο από κάθε άλλη θεότητα. Είναι λοιπόν σχεδόν σίγουρο πως αντίγραφα του έργου του Βοκκάκιου περιλαμβάνονταν σε πολλές βιβλιοθήκες στη Λευκωσία, και πως διαβάστηκαν από τους χρονογράφους.

15 - Κίονας στην περιοχή του Παλατιού (Μουσείο Λαϊκής Τέχνης), © Πάνος Λεβέντης

15 – Κίονας στην περιοχή του Παλατιού (Μουσείο Λαϊκής Τέχνης), © Πάνος Λεβέντης 

[εικ.15] Λίγα χρόνια μετά το φόνο του Πέτρου, ένα άλλο έπος, μια μυθιστορία της οικογένειας των Λουζινιάν και των διαφόρων ευρωπαϊκών κλάδων της γράφτηκε από τον Ιωάννη του Αρράς, με τίτλο Μελουζίνη.[50] Στο κέιμενο, η Μελουζίνη (Mélusine, ίσως από το “Mere Luzine”, δηλ. μητέρα των Λουζινιάν), κόρη του βασιλιά Έλληνα, μετά από επανειλημμένες ανυπακοές στον πατέρα της, καταδικάστηκε να μεταμορφώνεται κάθε Σάββατο σε ένα είδος γοργόνας ή νεράιδας. Στο τέλος κάθε εβδομάδας έφευγε από το κάστρο και το σύζυγό της Ρειμόνδο, κόμη του Πουατού, και επέστρεφε τη Δευτέρα, για μην ανακαλυφθεί το μυστικό της. Όταν αυτό μαθεύτηκε, η Μελουζίνη αναγκάστηκε να εγκαταλείψει δημόσια το παλάτι της έχοντας την “καταραμένη” μορφή της, καταδικασμένη σε μια “λυπηρή αιωνιότητα, χωρίς να μπορεί να αναπαυθεί σαν κοινή θνητή κάτω από τις καμπάνες της Παναγίας του Λουζινιάν”.[51]

Μυθιστορίες με γοργόνες επιζούσαν προφορικά σε πολλά γεωγραφικά μήκη και πλάτη της μεσαιωνικής Ευρώπης. Η ιστορία του Ντ’ Αρράς όμως, η πρώτη που αποδόθηκε γραπτώς, αποτελεί μια μοναδική ενσωμάτωση παγανιστικών και χριστιανικών παραδόσεων από την ανατολή και τη δύση, δοσμένη μέσα από την επική διήγηση μιας δυναστείας σταυροφόρων. Τόσο στη μυθιστορία του Ντ’ Αρράς όσο και στη συνείδηση των ίδιων των Λουζινιάν, η Μελουζίνη απέκτησε το ρόλο του ιδρυτή, προστάτη, μητριαρχικής φιγούρας αλλά και αρχιτέκτονα της οικογένειας. Σύμφωνα πάντα με τον Ντ’ Αρράς, ήταν η Μελουζίνη που θεμελίωσε το πρώτο παλάτι των Λουζινιάν, και μόνη αυτή ύψωσε σε μια νύχτα τα υπόλοιπα κάστρα της οικογένειας ανά την Ευρώπη. Επίσης σύμφωνα με την μυθιστορία, η Μελουζίνη, “το ερπετό των Λουζινιάν”, παρουσιάστηκε στο βασιλιά Πέτρο μέσα στο παλάτι στη Λευκωσία, τρεις μέρες πριν από το θάνατό του, προαναγγέλοντας τόσο το φόνο του [52] όσο και το τέλος μιας εποχής για την Κύπρο. Ο Ντ’ Αρράς, ακολουθώντας την φιλολογική παράδοση του Δάντη, έδωσε στην ηρωίδα του το χαρακτηριστικό της απονομής “τυφλής” δικαιοσύνης, μορφοποιώντας την συγχρόνως σαν προστάτιδα αλλά και δίκαιη τιμωρό των τέκνων της.

16 - Αγία Αικατερίνη: Οροφή με σταυροθόλια, © Πάνος Λεβέντης

16 – Αγία Αικατερίνη: Οροφή με σταυροθόλια, © Πάνος Λεβέντης 

Επίλογος 

[εικ.16] Ο σεβασμός, η αλληλοκατανόηση και η δημιουργία των κατοίκων της Λευκωσίας στις πρώτες επτά δεκαετίες του 14ου αιώνα ήταν, αρχικά τουλάχιστον, προϊόν ανάγκης, με δεδομένη τη θέση του νησιού σε μια γειτονιά επικίνδυνη και διαρκώς μεταβαλλόμενη. Παρά τους κινδύνους, σ’ αυτά τα χρόνια ευμάρειας και πολλαπλών πολιτισμικών, λογοτεχνικών και αρχιτεκτονικών μοντέλων και παραδόσεων, η πόλη απέκτησε ένα κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, η ένταση του οποίου ήταν ίσως μοναδικό φαινόμενο για τα δεδομένα της Μεσογείου αλλά και της Ευρώπης. Μέθοδοι κατασκευής και αρχιτεκτονικά σημάδια της εποχής προδίδουν έναν αστικό πολιτισμό με διαρκή και γρήγορη ανάπτυξη, αποτελούμενη από επί μέρους ρεύματα υψηλής ποιότητας. Ο τρόπος με τον οποίο χωροθετήθηκαν στην τοπογραφία της πόλης είναι ίσως όμοιος με τον τρόπο που οι πολιτισμικές ομάδες της Λευκωσίας αυτοποροσδιορίζονταν: Ως κομμάτια με αυτόνομη παράδοση και αισθητική, αλλά συγχρόνως και μέλη ενός ενιαίου αστικού συνόλου με αναπόφευκτα κοινή μοίρα.

Ο βαθμός πολιτισμικού πολλαπλασιασμού και η συγχώνευση πολλαπλών ποιοτικών λογοτεχνικών, καλιτεχνικών και αρχιτεκτονικών παραδόσεων πάνω στο σώμα της Λευκωσίας του 14ου αιώνα, παραπέμπει σε παράφραση της Ιστορικού Τέχνης που επιμένει πως “η συγχώνευση παραδόσεων έχει παραμείνει στη γλώσσα μας να εξηγεί μόνο την αφομοίωση του δυνατού από τον αδύναμο, ενώ η πολυπολιτισμικότητα λένε πως σημαίνει μόνο διαχωρισμό και ανταγωνισμό, και εισηγείται πως αυτό που θα πρέπει να δούμε στην κατοίκηση και τις δημιουργίες του 14ου αιώνα της Κύπρου είναι όχι την πολύβουη κακοφωνία πολιτισμών σε αντιπαλότητα, αλλά το χαρακτηριστικό που τις διακρίνει πέρα από οποιοδήποτε άλλο: Την πολύ ψηλή τους ποιότητα”.[53] Η Λευκωσία του 14ου αιώνα, ένα εκλπηκτικό αστικό και πολιτισμικό τοπίο το οποίο έδωσε μοναδικά δείγματα λόγου, τέχνης και αρχιτεκτονικής, ένας ζωντανός ιστός κατοικιών και παλατιών, μοναστηριών και πλατειών, έχθρας και αδελφοσύνης, απόλυτης καταστροφής και ύψιστης δημιουργίας, μνήμης και ονείρου, γίνεται σημάδι και παράδειγμα ενός πολιτισμού που επαναδιαβεβαιώνει την ταυτότητά του μέσα από την ικανότητά του να διαχειρίζεται την πολυπλοκότητα.

 

Σημειώσεις:


[1]     Βλ. T. S. R. Boase, Kingdoms and Strongholds of the Crusaders (Λονδίνο 1971), σελ.167.

[2]    Wipertus-Hugo Rudt de Collenberg, “Les Lusignan de Chypre,” Επετηρίς 10 (Λευκωσία 1980), σελ.85-319.

[3]    Για τους Φραγκισκανούς στη Λευκωσία βλ. John Hackett, A History of the Orthodox Church of Cyprus (Λονδίνο, 1901), σελ.600-602; Martiniano Rincaglia, St. Francis of Assisi and the Middle East (Κάϊρο 1954), σελ.37-62; και Nicholas Coureas, The Latin Church in Cyprus, 1195-1312 (Άλντερσοτ 1997), σελ.205-209.

[4]     Βλ. Georges Duby, Saint Louis à Chypre (Λευκωσία 1991).

[5]     Saint Thomas Aquinas, De Regno, ad Regem Cypri (1260-1265); On Kingship: To the King of Cyprus, συντ. και μετάφρ. I. Th. Eschmann (Τορόντο 1949).

[6]     Aquinas, De Regno, σελ.68-80. Τα περισσότερα κείμενα είναι αυτούσια αποσπάσματα από το Βιτρούβιο.

[7]    Για τον ελληνικό καθεδρικό βλ. Camille Enlart, Gothic Art and the Renaissance in Cyprus (Λονδίνο 1987), σελ.136-147; George Jeffery, A Description of the Historic Monuments of Cyprus (Λευκωσία 1918), σελ.84-89; και Michael Willis, “Byzantine Beginnings of the Bedesten,” Κυπριακαί Σπουδαί 50 (Λευκωσία 1987), σελ.185-192; για το λατινικό καθεδρικό βλ. Enlart, Gothic Art, σελ.82-130; Hackett, Orthodox Church, σελ.490-500; Jeffery, Historic Monuments, σελ.64-80; και Nicholas Coureas και Christopher Schabel, The Cartulary of the Cathedral of Holy Wisdom of Nicosia (Λευκωσία 1997), σελ.48-54.

[8]   Για τους Κιστερκιανούς στη Λευκωσία βλ. Hackett, Orthodox Church, σελ.602-605; Jean Richard, “The Cistercians in Cyprus,” στο The Second Crusade and the Cistercians, συντ. Michael Gervers (Νέα Υόρκη 1992), σελ.199-209; Coureas, The Latin Church, σελ.191-199; και Jean Richard, “La Levée des Décimes sur l’Église Latine de Chypre: Documents Comptables de 1363-1371,” Επετηρίς 25 (Λευκωσία 1999), σελ.11-15.

[9]     Για τους Δομηνικανούς στη Λευκωσία βλ. Enlart, Gothic Art, σελ.77-78; Hackett, Orthodox Church, σελ.592-599; Jeffery, Historic Monuments, σελ.21; και Coureas, The Latin Church, σελ.211-215.

[10]     Gilles Grivaud, “Nicosie Remodelée (1567): Contribution à la Topographie de la Ville Médiévale”, Επετηρίς 19 (Λευκωσία 1992), σελ.293, υποσ.52.

[11]     Jeffery, Historic Monuments, σελ.59.

[12]    Louis de Mas-Latrie, Histoire de l’Île de Chypre sous le Règne des Princes de la Maison de Lusignan, τ.II (Παρίσι 1852), σελ.54; David Jacoby, “The Rise of a New Emporium in the Eastern Mediterranean: Famagusta in the Late 13th Century”, Μελέται και Υπομνήματα 1 (Λευκωσία 1984), σελ.159.

[13]   Mas-Latrie, Histoire, II, σελ.156.

[14]    Jacoby, “The Rise”, σελ.161-162.

[15]    Jeffery, Historic Monuments, σελ.25.

[16]    Για την παρουσία Πιζάνων στη Λευκωσία βλ. Jacoby, “The Rise”, σελ.154-159.

[17]   Jacoby, “The Rise”, σελ.175; Nicholas Coureas, “Commercial Relations between Cyprus and Florence in the Fourteenth Century”, Επετηρίς 25 (Λευκωσία 1999), σελ.51-68.

[18] Coureas, “Commercial Relations”, σελ.54-55.

[19]    Giovanni Boccaccio, Decameron (1349-1352), συντ. Vittore Branca (Φλωρεντία 1976).

[20]    Boccaccio, Decameron (Seconda Giornata, Novella 7), σελ.121-140; Coureas, “Commercial Relations”, σελ.51-52.

[21]    ‘Francesco Amadi’, Cronaca di Cipro (1450), αναδ. ως Chronique d’Amadi στο Collection de Documents Inédits sur l’Histoire de France: Histoire Politique, τ.I, συντ. René de Mas Latrie (Παρίσι 1891), αναδ. στη σειρά Κυπριολογική Βιβλιοθήκη 9, συντ. Θεόδωρος Παπαδόπουλος (Λευκωσία 1999), σελ.322; Florio Bustron, Historia Overo Commentarii de Cipro (1567); αναδ. ως  Chronique de l’Île de Chypre (Collection des Documents Inédits sur l’Histoire de France: Mélanges Historiques, Tome Cinquième), συντ. René de Mas Latrie (Παρίσι 1886), αναδ. στη σειρά Κυπριολογική Βιβλιοθήκη 8, συντ. Θεόδωρος Παπαδόπουλος (Λευκωσία 1998), σελ.191.

[22]   Jean Richard, Documents Chypriotes des Archives du Vatican, XIV et XV Siècles (Παρίσι 1962), σελ.51, υποσ.1.

[23]  Jacobus de Verona, Liber Peregrinationis Fratis Jacobi de Verona (1335), αναδ. ως “Le Pèlerinage du Moine Augustin Jaques de Vérone”, συντ. Reinhold Röhricht, ROL 3 (Παρίσι 1895, αναδ. Βρυξέλλες 1964), σελ.155-302 (κείμενο για την Κύπρο σελ.175-179).

[24]   Ludolphus von Sudheim, De Itinere Terrae Sanctae (1341), αναδ. ως “Èxtraits du Voyage en Terre-Sainte de Ludolphe” στο Mas-Latrie, Histoire, II, σελ.210-217.

[25] Δάντης Αλιγκιέρι, Η Θεία Κωμωδία, (La Divina Commedia), Μέρος III: “Παράδεισος” (1320), ωδή XIX, στίχοι 145-148 (Ελληνική μετάφραση Νίκου Καζαντζάκη, έκδ. 1992).

[26]   Bustron, Historia, pp.230-231.

[27]  ‘Amadi’, Cronaca, σελ.374-375; Bustron, Historia, σελ.230-231.

[28]   ‘Amadi’, Cronaca, σελ.380.

[29]   ‘Amadi’, Cronaca, σελ.383-384; Bustron, Historia, σελ.237-238.

[30]   ‘Amadi’, Cronaca, σελ.404.

[31]   Λεόντιος Μαχαιράς, Εξήγησις της Γλυκείας Χώρας Κύπρου, η Ποία Λέγεται Κρόνακα τουτέστιν Χρονικόν (1432-1435), αναδ. στο Bibliotheca Graeca Medii Aevi, II: Χρονογράφοι Βασιλείου Κύπρου, συντ. Κωνσταντίνος Σάθας (Βενετία 1873, αναδ. Αθήνα 1972), μετάφρ. ως Recital concerning the Sweet Land of Cyprus entitled “Chronicle”, συντ. R. M. Dawkins (Οξφόρδη 1932), σελ.60.

[32] Σάθας, Bibliotheca Graeca, VI, σελ.88-89.

[33]           Bustron, Historia, σελ.254; Steffano Lusignano, Chorograffia et breve Historia Universale dell’Isola di Cipro Principiando al Tempo di Noè per in fino al 1572 per il R. P. Lettore Fr. Steffano Lusignano di Cipro dell’Ordine de Predicatori (Μπολόνια 1573), αναδ. και μετ. ως Lusignan’s Chorography and Brief General History of the Island of Cyprus, μετ. Olimpia Pelosi, στη σειρά Sources for the History of Cyprus, X, συντ. Paul Wallace και Andreas Orphanides (Άλταμοντ 2001), σελ.196; Enlart, Gothic Art, σελ.86, υποσ.43.

[34] ‘Amadi’, Cronaca, σελ.405.

[35] Μαχαιράς, Εξήγησις, σελ.60; ‘Amadi’, Cronaca, σελ.405.

[36] Jean Richard, “La Bibliothéque d’un Évêque Dominicain de Chypre en 1367”, AFP 21 (Ρώμη 1951), σελ.447-454.

[37]           Enlart, Gothic Art, σελ.18.

[38]          Charles Osgood, συντ., Boccaccio on Poetry, being the Preface and the Fourteenth and Fifteenth Books of Boccaccio’s Genealogia Deorum Gentilium in an English Version (Νέα Υόρκη 1956), σελ.191, υποσ.11.

[39] Giovanni Boccaccio, Genealogiae Deorum Gentilium (1347-1371), αναδ. ως Genealogie Deorum Gentilium, συντ. Vincenzo Romano, 2 τ. (Μπάρι 1951),  σελ.781.

[40]     Osgood, Boccaccio on Poetry, σελ.188, υποσ.2.

[41]    Boccaccio, Genealogiae, σελ.760.

[42]   Edward Hutton, Giovanni Boccaccio, A Biographical Study (Λονδίνο 1910), σελ.26, υποσ.1.

[43]   Jean Richard, “Le Casal de Psimolofo et la Vie Rurale en Chypre au XIV Siècle,” Mèlanges d’Archèologie et d’Histoire Publiés par l’Ecole Française de Rome 59 (Παρίσι 1947), σελ.121-153.

[44]   Richard, “Le Casal”, σελ.135-136 και 151-152.

[45]    Μαχαιράς, Εξήγησις, σελ.240-268; Strambaldi, Cronicha, σελ.102-114; ‘Amadi’, Cronaca, σελ.422-426; Bustron, Historia, σελ.272-276; Guillaume de Machaut, La Prise d’Alexandrie (1369-1371), συντ. Louis de Mas Latrie (Γενέβη 1877), σελ.265-270.

[46]   Jean Richard, “La Revolution de 1369 dans le Royaume de Chypre”, Bibliotheque de l’École de Chartes 110 (Παρίσι 1952), σελ.108-123; Peter Edbury, “The Crusading Policy of King Peter I of Cyprus, 1359-1369”, The Eastern Mediterranean Lands in the Period of the Crusades, συντ. Peter Malcolm Holt (Ουόρμινστερ 1977), σελ.90-105; Peter Edbury, “The Murder of King Peter I of Cyprus (1359-1369)”, Journal of Medieval History 6/2 (Άμστερνταμ 1980), σελ.219-233.

[47] Edbury, “The Murder”, σελ.225-227.

[48]           Μαχαιράς, Εξήγησις, σελ.264; Edbury, “The Murder”, σελ.227.

[59]   Μαχαιράς, Εξήγησις, σελ.266-270; ‘Amadi’, Cronaca, σελ.426; Bustron, Historia, σελ.276.

[50]     Jean d’Arras, Mélusine (1387), αναδ. και συντ. Louis Stouff (Παρίσι 1932).

[51]     Kevork Keshishian, Nicosia Then and Now (Λευκωσία 1987), σελ.41.

[52]    D’Arras, Mélusine, σελ.310.

[53]    Annemarie Weyl Carr, “Art in the Court of the Lusignan Kings”, Cyprus and the Crusades, συντ. Nicholas Coureas και Jonathan Riley-Smith (Λευκωσία 1995), σελ.251.

 

* Κείμενο διάλεξης που δόθηκε στο Πανεπιστήμιο Frederick στις 31 Οκτωβρίου 2012. Αποτελεί μετάφραση και επαναδιατύπωση αποσπασμάτων από τα κεφάλαια 4, 5 και 6 του Twelve Times in Nicosia. Nicosia, Cyprus, 1192-1570: Architecture, Topography and Urban Experience in a Diversified Capital City (Λευκωσία, 2005).

Click to access the login or register cheese